Μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι μειώνουν τις εκτιμήσεις τους για την παγκόσμια προσφορά χαλκού για φέτος και το επόμενο έτος ενώ γίνονται ιδιαίτερα bullish για τις τιμές του μετάλλου, μετά από το νέο σοκ στην πλευρά της προσφοράς που προκάλεσε το ατύχημα στο γιγαντιαίο ορυχείο Grasberg που περιόρισε δραματικά τις προοπτικές της αγοράς.
Οι τιμές του χαλκού έφτασαν στο υψηλό 15 μηνών των 10.485 δολαρίων ανά μετρικό τόνο, αφού η Freeport-McMoRan κήρυξε ανωτέρα βία στο ορυχείο Grasberg και μείωσε τις προβλέψεις πωλήσεων από την ινδονησιακή μονάδα για το τρέχον έτος και το 2026. Η μονάδα Grasberg της Freeport, που βρίσκεται στην Ινδονησία, ανέστειλε τις δραστηριότητές της στις 8 Σεπτεμβρίου μετά από μια θανατηφόρα κατολίσθηση λάσπης.
Το δεύτερο μεγαλύτερο ορυχείο χαλκού στον κόσμο, μετά το Escondida της Χιλής, αντιμετωπίζει μια μακρά διαδικασία αξιολόγησης ζημιών και εκκαθάρισης, ενώ συνεχίζονται οι έρευνες για τους αγνοούμενους εργάτες.
Η διαταραχή έχει μετατοπίσει το ισοζύγιο της αγοράς χαλκού της Goldman Sachs για το 2025 από ένα προβλεπόμενο πλεόνασμα 105.000 τόνων σε ένα έλλειμμα 55.500 τόνων. Αυτή η διαταραχή, όπως τονίζει, σημαίνει ότι οι κίνδυνοι για την πρόβλεψη της για την τιμή του χαλκού στο LME τον Δεκέμβριο του 2025, η οποία πρόσφατα διαμορφώθηκε στα 9.700 δολ./τόνος έχουν αυξηθεί καθώς το μέταλλο αναμένεται να «τρέξει», οπότε αναθεωρούνται στα 10.200-10.500 δολαρίων/τόνο.
Σε συνδυασμό με άλλες διαταραχές εφοδιασμού φέτος, συμπεριλαμβανομένων των ορυχείων Kamoa-Kakula στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό τον Μάιο και El Teniente στη Χιλή τον Ιούλιο, η Goldman επαναλαμβάνει την μακροπρόθεσμη bullish πρόβλεψή τηε για την τιμή του χαλκού, η οποία ανέρχεται στα 10.750 δολάρια/τόνος έως το 2027.
Η φετινή προσφορά από τα ορυχεία αναμενόταν ήδη να είναι κάτω από κάθε πρόβλεψη των τελευταίων 15 ετών και αυτό επιδεινώνεται τώρα από απροσδόκητες διαταραχές της προσφοράς, όπως επισημαίνει από την πλευρά της η Bank of America.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η BofA, η προσφορά είναι περιορισμένη και τα λειτουργικά προβλήματα επηρεάζουν τα μεγαλύτερα ορυχεία χαλκού όπως τα Escondida, Grasberg και Kamoa Kakula. Ως αποτέλεσμα, και τα τρία πιθανότατα θα παραδώσουν λιγότερες μονάδες από την ονομαστική ετήσια παραγωγική τους δυναμικότητα φέτος και του χρόνου. Τα προβλήματα μόνο στο ορυχείο Grasberg του Freeport θα μπορούσαν να αυξήσουν το έλλειμμα του επόμενου έτους κατά 270 χιλιάδες τόνους.
Εντωμεταξύ, προσθέτει η αμερικάνικη τράπεζα, η ζήτηση φτάνει στο κατώτατο σημείο της στην Ευρώπη και αναμένεται να σταθεροποιηθεί στην Κίνα. Ταυτόχρονα, τα αποθέματα είναι χαμηλά εξαρχής και οι περισσότερες εφεδρικές μονάδες χαλκού έχουν αποσταλεί στις ΗΠΑ εν αναμονή εμπορικών περιορισμών που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Επειδή ο χαλκός μπορεί πλέον να χρηματοδοτηθεί με συμφωνίες χρηματοδότησης αποθηκών στο CME, το κόκκινο μέταλλο είναι απίθανο να επανεξαχθεί ή να μετατραπεί σε υπερπροσφορά στην φυσική αγορά.
Ως εκ τούτου, η BofA αυξάνει την εκτίμησή της για το έλλειμμα της αγοράς χαλκού το 2026 σε 350.000 τόνους από 162.000 τόνους προηγουμένως και αναβάθμισε την πρόβλεψή της για την τιμή του χαλκού για το 2026 και το 2027 κατά 11% και 12,5% στα 11.313 δολάρια ανά τόνο και 13.500 δολάρια αντίστοιχα.
Επισημαίνεται πως το ιστορικό ρεκόρ του χαλκού σημειώθηκε τον Μάιο του 2024, όταν έφτασε τα 11.104,50 δολάρια ανά τόνο.
Η αγορά χαλκού αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο έλλειμμα από το 2004, επισημαίνει χαρακτηριστικά η Société Générale. Όπως σημειώνει, το ορυχείο Grasberg είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο και παράγει το 3% της παγκόσμιας προσφοράς συμπυκνώματος. Τα ινδονησιακά ορυχεία τείνουν να λειτουργούν όλο το χρόνο χωρίς εποχιακές διακοπές λειτουργίας, επομένως η μηνιαία παραγωγή τους είναι σταθερή περίπου στους 68 τόνους. Σε ετήσια βάση, αυτό ανέρχεται σε 816 τόνους (3,5% της συνολικής παραγωγής εξορυγμένου χαλκού).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, το έλλειμμα χαλκού φέτος αναμένεται να είναι 121 τόνοι και με την προσθήκη της απώλειας 273 τόνους στην προσφορά χαλκού (παραγωγή Σεπτεμβρίου έως Δεκεμβρίου), συνεπώς ο χαλκός θα καταγράψει το μεγαλύτερο έλλειμμα από το 2004. Όσο περισσότερο παραμένει εκτός λειτουργίας το ορυχείο, τόσο περισσότερο θα διαρκέσει το ράλι των τιμών, όπως τονίζει. Στο COMEX, έχει σημειωθεί αύξηση στον αριθμό των hedge funds που κατέχουν long θέσεις (76, από 65), αλλά υπήρξε ελάχιστη αλλαγή στον αριθμό των συμβολαίων, όπως σημειώνει.
Ωστόσο, όπως προσθέτει ο γαλλικός οίκος, το ορυχείο θα επαναλειτουργήσει, προσφέροντας ανακούφιση στα ισοζύγια της αγοράς μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα και η ζήτηση αναμένεται να επιταχυνθεί για τρεις λόγους.
Πρώτον, υπάρχει μη παραδοσιακή ζήτηση χαλκού που προκύπτει από την πράσινη μετάβαση (την οποία η Wood Mackenzie εκτιμά ότι θα αυξηθεί κατά περίπου 400 kt ετησίως μέχρι το τέλος της δεκαετίας).
Δεύτερον, έχουμε περαιτέρω σταδιακή ζήτηση που προέρχεται από κέντρα δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης. Αυτά τα data centers απαιτούν τεράστιες ποσότητες χαλκού για την κατασκευή τους, ιδιαίτερα για δίκτυα ισχύος, πλακέτες κυκλωμάτων και συστήματα ψύξης. Χρειάζονται επίσης τεράστιες ποσότητες ενέργειας για να λειτουργήσουν και η παροχή αυτής της ενέργειας απαιτεί χαλκό. Η BHP εκτιμά ότι αυτή η σταδιακή ζήτηση θα μπορούσε να είναι περίπου 500 kt ετησίως.
Τρίτον, όπως τονίζει η Société, υπάρχει ένα ακόμη αναδυόμενο θέμα το 2025: ο παγκόσμιος αμυντικός επανεξοπλισμός. Οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 9,4% σε πραγματικούς όρους στα 2,7 τρις δολάρια το 2024, με ακόμη περισσότερες να αναμένονται για το 2025. Η Ευρώπη ανακοίνωσε το σχέδιο Readiness 2030 ύψους 800 δισ. ευρώ, η Γερμανία χαλάρωσε τους δημοσιονομικούς της κανόνες για να της επιτρέψει να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνα και το ΝΑΤΟ υιοθέτησε πρόσφατα έναν νέο στόχο δαπανών 5% κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής της Χάγης τον Ιούνιο. Τα εργοστάσια όπλων στην Ευρώπη επεκτείνονται ήδη με τριπλάσιο ρυθμό από ό,τι προπολεμικά, καθώς η ήπειρος μεταβαίνει σε μια μόνιμη βάση αμυντικής βιομηχανίας.
Στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989, επισημαίνει ο γαλλικός οίκος, οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες ήταν 3,5% του ΑΕΠ, έχοντας κατά μέσο όρο πλησιάσει το 4% την προηγούμενη δεκαετία. Το 2023 και το 2024 ήταν κάπου μεταξύ 2,4 - 2,5% του ΑΕΠ. Εάν φτάναμε το 4%, αυτό θα ισοδυναμούσε με περίπου 1,7 τρις δολάρια με βάση το τρέχον παγκόσμιο ΑΕΠ των 106 τρις δολαρίων. Το ερώτημα είναι επομένως, όπως τονίζει ο οίκος σε τι θα μπορούσαν να δαπανηθούν τα 1,7 τρις δολάρια και πώς θα επηρέαζε αυτό τη ζήτηση μετάλλων;
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της η αμυντικών δαπανών στο 4% του ΑΕΠ ισοδυναμεί με 1,3 εκατομμύρια τόνους πρόσθετης ζήτησης μετάλλων παγκοσμίως, μόνο για προμήθειες. Χρησιμοποιώντας την ίδια ιστορική ανάλυση της κατανάλωσης μετάλλων από το Υπουργείο Άμυνας και αναβαθμίζοντας τα δεδομένα των ΗΠΑ σε μια παγκόσμια εκτίμηση, η ζήτηση για μέταλλα από αυτές τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες συνεπάγεται επιπλέον 185 χιλιάδες τόνους ζήτησης χαλκού (0,07% της ζήτησης μετάλλων). Εάν πράγματι βιώσουμε την αυξανόμενη ζήτηση από τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες σε όλη τη διάρκεια του 2026, το έλλειμμα του επόμενου έτους θα φτάσει τις 245 χιλιάδες τόνους, τέσσερις φορές πάνω από την τρέχουσα πρόβλεψή της.