Αν η Ελλάδα είχε κατοχυρώσει διεθνώς την «καθυστέρηση ως μέθοδο διακυβέρνησης», θα μιλούσαμε σήμερα για το πιο εξαγώγιμο εθνικό μας προϊόν. Ειδικά στα ενεργειακά, η χώρα έχει μετατρέψει το αυτονόητο σε άθλο, τη στρατηγική επιλογή σε ατέρμονη διαβούλευση και το επείγον σε υπόθεση για το… 2035. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: σε μια Ευρώπη που καίγεται να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο και να τρέξει την πράσινη μετάβαση, η Ελλάδα συνεχίζει να παίζει το παιχνίδι της γραφειοκρατικής καθυστέρησης. Σχέδια για διασυνδέσεις, έργα ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας με συνεχείς παρατάσεις, οι υπόγειες αποθήκες διοξειδίου του άνθρακα, ακόμα και τα περιβόητα θαλάσσια αιολικά πάρκα, παραμένουν βουτηγμένα σε υπουργικά συρτάρια, γνωμοδοτήσεις επιτροπών και ατέρμονες «διαβουλεύσεις». Όλοι συμφωνούν ότι «είναι εθνική προτεραιότητα» και όλοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να την καθυστερήσουν.
Το αποτέλεσμα; Ενώ η Κύπρος, η Αίγυπτος και το Ισραήλ κινούνται με σχέδιο, εμείς ακόμα συζητάμε για διαγωνισμούς υδρογοναναθράκων όταν το 2025 πριν μερικά χρόνια θεωρούνταν βέβαιο ότι θα είχε γίνει η πρώτη ερευνητική γεώτρηση. Ενώ η Ισπανία στήνει αποθήκες LNG και ηλεκτρικά καλώδια με ρυθμό εργοταξίου, εμείς τσακωνόμαστε για το ποιος θα βάλει την υπογραφή. Στην καλύτερη περίπτωση, χρειάζονται πέντε χρόνια για να ξεκινήσει ένα έργο ΑΠΕ, και στην πραγματικότητα ακόμα περισσότερα.
Δεν πρόκειται για αθώα αργοπορία. Είναι το ίδιο παλιό ελληνικό παιχνίδι: καθυστέρησε για να μη δυσαρεστήσεις, περίμενε μπας και αλλάξει ο άνεμος, βρες μια δικαιολογία για να μεταθέσεις το πρόβλημα στο μέλλον. Και κάπως έτσι, η Ελλάδα παραμένει στο περιθώριο μιας αγοράς που αλλάζει με ρυθμούς καταιγιστικούς.
Και στο τέλος, όταν θα τρέχουμε πανικόβλητοι να καλύψουμε χαμένο χρόνο και επενδύσεις που πήγαν αλλού, θα αναρωτιόμαστε πάλι «γιατί μας προσπέρασαν».