Η χονδρεμπορική αγορά ρεύματος κάνει κάτι σπάνιο για καλοκαίρι: «βουλιάζει». Οι τιμές διαμορφώνονται κάτω από τα 80 €/MWh — συγκεκριμένα στα 73,76 €/MWh, από 100,57 €/MWh τον Ιούλιο — δηλαδή πτώση 27 %.
Και λοιπόν; Tο πρόβλημα εδώ και καιρό δεν είναι πια το ύψος της τιμής. Είναι η σιγουριά της.
Ο Έλληνας δεν ξυπνάει το πρωί για να δει το ταμπλό της ενέργειας. Δεν αγοράζει ρεύμα όπως αγοράζει μετοχές. Θέλει να ξέρει τι θα πληρώσει. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Κι αν χρειαστεί να πληρώσει λίγο παραπάνω για να κοιμάται ήσυχος, θα το κάνει χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ένα νοικοκυριό δεν μπορεί να ζει με την αγωνία του «τι θα γράψει ο μετρητής» κάθε μήνα. Ο μισθός είναι σταθερός, τα έξοδα σταθερά, ο λογαριασμός ρεύματος δεν μπορεί να είναι ρουλέτα.
Ακόμη κι αν είναι λίγο ακριβότερος, ο σταθερός λογαριασμός δίνει προβλεψιμότητα. Και αυτή η προβλεψιμότητα αξίζει περισσότερο από μια αμφίβολη μείωση.
Για μια επιχείρηση, η σταθερή τιμή δεν είναι πολυτέλεια, είναι όρος επιβίωσης. Πώς να σχεδιάσεις παραγωγή, κόστη, τιμοκαταλόγους, όταν δεν ξέρεις τι θα πληρώνεις στο ρεύμα τον άλλο μήνα;
Μια βιομηχανία, μια μικρή μονάδα παραγωγής, ακόμη και ένα ξενοδοχείο δεν μπορούν να σχεδιάσουν με βάση την «επόμενη καμπύλη» της χονδρικής. Χρειάζονται σταθερό κόστος ενέργειας για να ξέρουν πόσο θα κοστίσει το προϊόν, η υπηρεσία, το δωμάτιο.
Ποιος επενδύει σε μια χώρα όπου το ενεργειακό κόστος αλλάζει από εβδομάδα σε εβδομάδα; Ποιος φτιάχνει εργοστάσιο ή logistics, αν δεν ξέρει ποια θα είναι η τιμή της κιλοβατώρας για τα επόμενα τρία χρόνια;
Οι σταθερές τιμές ρεύματος δεν είναι απλώς καταναλωτικό αίτημα· είναι προϋπόθεση για επενδύσεις.
Το λάθος των «πράσινων»
Τα πράσινα τιμολόγια υπόσχονταν «ευκαιρίες» με βάση τη χονδρική. Στην πράξη όμως έκαναν τον καταναλωτή να αισθάνεται πειραματόζωο. Κάποιες φορές κέρδιζε, περισσότερες φορές έχανε. Και στο τέλος, κουράστηκε.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές: εγκατάλειψη των πράσινων, στροφή στα μπλε. Καιρός είναι να γίνει και επίσημη η καταργησή τους..