Με τους στόχους για την Ενέργεια και το Κλίμα να προτάσσουν την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ο κλάδος εμπορίας πετρελαιοειδών, βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου καλείται, μέσα από επενδύσεις, να συνεχίζει να παίζει το ρόλο του ενεργειακού πυλώνα της οικονομίας. Πέρα από τα μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαιοειδών ο κλάδος, με ένα μεγάλο δίκτυο εταιρειών, μικρών και μεγάλων, καλείται να μετεξελιχθεί και να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Κι όλα αυτά, μέσα από μια διαδικασία "συμπίεσης" των περιθωρίων κερδοφορίας, ένεκα της 4ετούς διάρκειας του "πλαφόν" αλλά και αυξημένου χρηματοοικονομικού κόστους.
Τις προκλήσεις αυτές περιγράφει εύγλωττα, το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην έκδοση, με τίτλο, «Συγκεντρωτικά Στοιχεία και Αριθμοδείκτες του Κλάδου Εμπορίας Πετρελαιοειδών για το έτος 2024», που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 30/10.
Με βάση το ΙΟΒΕ, αναμένεται να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στην αγορά, με νέα προϊόντα και μειωμένες καταναλώσεις καυσίμων. “Πολλοί από τους εθνικούς στόχους πολιτικής για την Ενέργεια και το Κλίμα επηρεάζουν άμεσα τον κλάδο εμπορίας πετρελαιοειδών, καθώς για να επιτευχθούν απαιτούνται μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης πετρελαιοειδών” αναφέρει και προσθέτει:
Ηλεκτροκίνηση κι εναλλακτικά καύσιμα
“Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η ετήσια κατανάλωση προϊόντων πετρελαίου θα μειωθεί κατά 21,6% το 2030 σε σύγκριση με το 2022 (και κατά 7,1% στον τομέα των Μεταφορών), δημιουργώντας πρόσθετες πιέσεις στις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών. Ραγδαία, όμως, θα είναι η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών την επόμενη περίοδο 2031-2050” συμπληρώνει το ΙΟΒΕ, που υπογραμμίζει ότι:
“Στον τομέα των Μεταφορών, η μείωση της κατανάλωσης πετρελαιοειδών θα βασιστεί μεσοπρόθεσμα στην υποκατάσταση με ηλεκτρική ενέργεια (ηλεκτροκίνηση) και μακροπρόθεσμα στην ανάπτυξη των αερίων καυσίμων (προηγμένα και συνθετικά βιοκαύσιμα) και πράσινου υδρογόνου, καθώς και στην ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης.
Όπως αναφέρει, επίσης, το ΙΟΒΕ, η εφαρμογή του νέου ETS2 (ΣΕΔΕ II (Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ), από το 2027, με στόχο τη μείωση εκπομπών κατά 42% έως το 2030 συγκριτικά με του 2005, θα αυξήσει σημαντικά τις τιμές των προϊόντων για τον καταναλωτή (εκτιμάται κατά περίπου 15 λεπτά/λίτρο) και θα περιορίσει τη ζήτηση πετρελαιοειδών.
Υπενθυμίζεται, ότι τον περασμένο Ιούλιο, με βάση όσα είχε αναφέρει ο Γιάννης Αληγιζάκης, πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ και πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ), μιλώντας στη γενική συνέλευση της εταιρείας του, με βάση το ΣΕΔΕ II (Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της ΕΕ) που αφορά την επίτευξη των στόχων μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα που έχει βάλει η ΕΕ, θα υπάρξει από την 1η Ιανουαρίου του 2027, επιβάρυνση στο κόστος όλων των ορυκτών καυσίμων που αφορούν οδικές μεταφορές, θέρμανση και μικρές – μεσαίες βιομηχανίες.
Με βάση τη σημερινή εκτίμηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπών, στα προϊόντα βενζίνης, η εκτίμηση παραπέμπει σε μια επιβάρυνση 102 ευρώ ανά κυβικό, στο πετρέλαιο κίνησης 113 ευρώ ανά κυβικό και στο μαζούτ 140 ευρώ ανά κυβικό.
Συνολικά, με μια υπόθεση ότι κόστος των δικαιωμάτων είναι περίπου στο 45 ευρώ ο τόνος κι εάν η κατανάλωση το 2027 στα καύσιμα είναι ίδια με σήμερα, αλλά και οι τιμές ανάλογες με τις σημερινές, η εκτίμηση για τη συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών ανέρχεται στα 800 εκατ.
“Αυτό που παρατηρούμε σήμερα, είναι ότι η ενεργειακή πολιτική που ακολουθεί η Ε.Ε., δεν θα μπορέσει να προστατεύσει τους καταναλωτές από τις αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Και αναφέρομαι στον Έλληνα καταναλωτή” είχε τονίσει μιλώντας τον Ιούλιο, στη Γ.Σ. της ΕΛΙΝΟΙΛ ο κ. Αληγιζάκης.
Μεγάλες προκλήσεις στον κλάδο
Προφανώς η αύξηση της τιμής έχει σημαντικά “απόνερα” στις προοπτικές του κλάδου και στις εταιρείες του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών, που πέρυσι είχαν αξία πωλήσεων κοντά στα επίπεδα του προηγούμενου έτους, στα €14,8 δισεκ., καταγράφοντας οριακή αύξηση κατά 0,3%. Ο όγκος των πωλήσεων ενισχύθηκε το 2024 κατά 7,3% (σε 14.155 χιλ. μετρικούς τόνους από 13.186 χιλ. μετρικούς τόνους το 2023), εξέλιξη που σε συνδυασμό με την στασιμότητα της αξίας πωλήσεων υποδηλώνει την υποχώρηση της μέσης τιμής πώλησης των προϊόντων του κλάδου.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι με βάση το ΙΟΒΕ, ο κλάδος δημιούργησε για τον κρατικό προϋπολογισμό έσοδα από φόρους και άλλες εισφορές που ανήλθαν σε €3,85 δισ. έναντι €3,75 δισ. το 2023 (+2,5%), ενώ κατέβαλε στο προσωπικό του, υπό μορφή καθαρών αμοιβών και εργοδοτικών εισφορών, €106,3 εκατ. από €99,3 εκατ. το 2023 (+7,0%)
Τέλος, το ποσό του κοινωνικού προϊόντος που κατευθύνθηκε προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα διαμορφώθηκε σε €75,0 εκατ. το 2024 ενισχυμένο κατά 12,4% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (€66,7 εκατ.). Επίσης αποτυπώνονται κέρδη ύψους €11,9 εκατ. από τη συνολική καθαρή κερδοφορία του κλάδου.
Πιέσεις στα αποτελέσματα
Ωστόσο, όπως, αναφέρει το ΙΟΒΕ, “η αναμενόμενη υποχώρηση των πωλήσεων θα διατηρήσει τις σημαντικές πιέσεις στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών του κλάδου, και ιδίως σε εκείνες που στηρίζουν τις πωλήσεις τους σε προϊόντα που κατευθύνονται στην εσωτερική αγορά (κυρίως βενζίνες και πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης). Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η οικονομική δυνατότητα, ιδίως των μικρότερων επιχειρήσεων του κλάδου, για την υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων μετασχηματισμού (ηλεκτροκίνηση, σταθμοί υδρογόνου, κ.λπ.), θα είναι περιορισμένη.”
Να σημειωθεί ότι με βάση το ΙΟΒΕ, οι εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών έχουν αναλάβει μεγάλο τμήμα της υποχρέωσης βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης (περίπου 56% του συνόλου ή 815 ktoe). Ειδικότερα, για την περίοδο 2024-2030 θα απαιτηθεί από τις Εταιρίες Εμπορίας Πετρελαιοειδών να επιτύχουν εξοικονομήσεις ενέργειας στην τελική κατανάλωση, υλοποιώντας και τεχνικά μέτρα (εκτός από οριζόντια/συμπεριφορικά), τα οποία απαιτούν σημαντικές επενδύσεις.
Αυτό, με βάση το ΙΟΒΕ, συνεπάγεται υψηλό κόστος συμμόρφωσης εφόσον οι εταιρίες δεν λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στους τομείς που χρησιμοποιούνται πετρελαιοειδή (πλην των αεροπορικών μεταφορών). Το κόστος αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον βάρος για τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών του κλάδου και περισσότερο για εκείνες που παρουσιάζουν ζημιές ή οριακή κερδοφορία.
Επιπλέον πρόκληση για τον κλάδο έχει νε κάνει με τη διατήρηση του υψηλού κόστους χρηματοδότησης. Με βάση το ΙΟΒΕ, αυτό, επηρεάζει έντονα τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών εξαιτίας των υψηλών αναγκών σε κεφάλαια κίνησης για την κτήση των προϊόντων πετρελαίου συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Το 2024
Στο μεταξύ, στην ανάλυσή του το ΙΟΒΕ καταδεικνύει ότι η επιβολή του πλαφόν οδήγησε σε συρρίκνωση της κερδοφορίας των εταιρειών. Ο ,δε, κλάδος έχει επισημάνει ότι το πλαφόν ήταν μια κίνηση “ασφυξίας” για όλη την αλυσίδα, καθώς διήρκεσε για 4 χρόνια. Αυτό, πε΄ρα από την πρώτη “έκτακτη περίοδο” της πανδημίας,“τροφοδότησε” παραβατικούς σε βάρος των νομίμων, μη έχοντας ουσιαστικό αποτέλεσμα στον καταναλωτή. Άλλωστε, όπως αναφέρεται, μετά την κατάργησή του, δεν υπήρξε εκτόξευση των τιμών, παρά το ότι οι συνθήκες ήταν παρόμοιες με πριν. Στο φόντο αυτό το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι το 2024 καταγράφηκε:
- Μικρή αύξηση της Μικτής Κερδοφορίας κατά περίπου €44 εκ. έναντι του προηγούμενου έτους, λόγω της αύξησης του όγκου πωλήσεων κατά περίπου 970.000 χιλ. τόνους, διατηρώντας το μέσο μοναδιαίο μικτό περιθώριο στα ίδια επίπεδα (περίπου 37 €/ΜΤ).
- Μείωση της Λειτουργικής Κερδοφορίας (Κέρδη προ Τόκων & Φόρων) κατά 5,2% (€95 εκ. έναντι €100 εκ. το 2023) λόγω της αύξησης των Λειτουργικών Εξόδων και της μείωσης των Άλλων Εσόδων Εκμετάλλευσης. Σημειώνεται ότι η Λειτουργική Κερδοφορία προέρχεται στο σύνολό της από τα Άλλα Έσοδα Εκμετάλλευσης, ενώ η κερδοφορία της κύριας δραστηριότητας μόλις καλύπτει τα έξοδα Λειτουργίας.
- Δραματική μείωση των καθαρών κερδών μετά από φόρους κατά 50,5% (€11,9 εκ. έναντι €24 εκ. το 2023), με οριακά θετικό περιθώριο καθαρού κέρδους, μόλις 0,08% επί της Αξίας Πωλήσεων. Ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση είχε η διατήρηση του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους επί 4 χρόνια, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η μεγάλη αύξηση των λειτουργικών δαπανών των εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών κατά τη διάρκεια της τετραετίας.
Παράλληλα, το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι η «απομόνωση» των δραστηριοτήτων της εμπορίας αεροπορικών καυσίμων και του διεθνούς εμπορίου, μετατρέπει τα καθαρά κέρδη της εμπορίας στην εσωτερική αγορά σε ζημιές ύψους €45 εκατ., αναδεικνύοντας την καθοριστική τους επίδραση στη διαμόρφωση των συνολικών οικονομικών αποτελεσμάτων του κλάδου εμπορίας πετρελαιοειδών.
Την ίδια ώρα το ΙΟΒΕ αναφέρει ότι ο κλάδος είναι πυλώνας για τη δημιουργία εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό από φόρους και άλλες εισφορές ύψους €3,85 δισ., καθώς και καταβολή πληρωμών προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα ύψους €75 εκ.
Επίσης, παρά τη μείωση της κερδοφορίας, οι επενδύσεις των εταιριών παρέμειναν σταθερές σε σχέση με το 2023 (€90 εκ.), αναβαθμίζοντας την εικόνα του δικτύου τους και προσθέτοντας νέες υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση των καταναλωτών, ενώ το δίκτυο πρατηρίων συνεχίζει την πτωτική πορεία των προηγούμενων ετών.
Τα πρατήρια
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση το ΙΟΒΕ, ο αριθμός των πρατηρίων υποχώρησε το 2024 κατά 2,5% και διαμορφώθηκε σε 4.777 από 4.898 το προηγούμενο έτος. Παράλληλα, περιορίστηκαν οι μέσες πωλήσεις καυσίμων ανά πρατήριο (σε χιλ. μετρικούς τόνους) κατά 7,0%. Η χωρητικότητα των ιδιόκτητων αποθηκευτικών χώρων των εταιριών του κλάδου δεν σημείωσε μεταβολή, όπως αντίστοιχα και η χωρητικότητα των ενοικιαζόμενων αποθηκευτικών χώρων. Από την άλλη, μειώθηκαν οι αποθηκευτικοί χώροι πρατηρίων κατά 2,9%. Οριακή μείωση καταγράφεται στον αριθμό των απασχολούμενων αυτοκινήτων (ιδιόκτητων και τρίτων), από 1.599 το 2023 σε 1.584 το 2024 (-0,9%). Τέλος, στις εξεταζόμενες εταιρείες του κλάδου απασχολήθηκαν 1.743 άτομα το 2024, αριθμός ενισχυμένος κατά 1,3% έναντι του προηγούμενου έτους.
 
  
  
  
  
  
  
 