Μενού Ροή
Από τα ορυχεία και τον λιγνίτη, στροφή στα φωτοβολταϊκά: Το ενεργειακό σταυροδρόμι της Βόρειας Μακεδονίας προκειμένου να μειωθούν οι εισαγωγές ενέργειας

Η πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας, Χριστιγιάν Μίτσκοσκι, στον ΘΗΣ «Μπίτολα» κατά την Ημέρα των Μεταλλωρύχων ανέδειξε για ακόμη μία φορά τον κεντρικό ρόλο του ενεργειακού τομέα στη διαμόρφωση της μελλοντικής οικονομικής πορείας της χώρας.

Ο πολιτικός εξέφρασε την αισιοδοξία ότι, με ισχυρότερη κινητοποίηση και αποτελεσματική διαχείριση, οι ενεργειακές επιχειρήσεις της χώρας μπορούν να αποδώσουν καλύτερα αποτελέσματα τους επόμενους μήνες και χρόνια. Την ίδια στιγμή, ο Μίτσκοσκι απέρριψε τους ισχυρισμούς της αντιπολίτευσης για κομματικούς διορισμούς, νεποτισμό, ελλείψεις άνθρακα και προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων προμηθευτών στον ΘΗΣ «Μπίτολα» και στη δημόσια εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ESM.

Τόνισε ότι οι τρέχουσες συμβάσεις προμηθειών είναι κατά 20–25% φθηνότερες σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση SDSM–DUI, σημειώνοντας ότι οι παλαιότερες συναλλαγές παραμένουν υπό έρευνα από εισαγγελείς και αστυνομία. Η νέα διοίκηση του εργοστασίου, πρόσθεσε, ενοποιεί τις λειτουργίες του ώστε να διασφαλίσει αξιόπιστη παραγωγή σε μια κρίσιμη συγκυρία.

Προειδοποιήσεις ειδικών για συστημικές αδυναμίες

Αν και η επίσκεψη του Μίτσκοσκι υπογράμμισε τη σημασία των λιγνιτικών μονάδων ως βραχυπρόθεσμο πυλώνα σταθερότητας, οι ειδικοί ενέργειας προειδοποιούν ότι η Βόρεια Μακεδονία αντιμετωπίζει βαθύτερες διαρθρωτικές προκλήσεις.

Σε πρόσφατη στήλη του, ο Ρίστο Τσίτσονκοφ, καθηγητής στη Σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών στα Σκόπια, υποστήριξε ότι οι ενεργειακές πολιτικές της χώρας συχνά χαρακτηρίζονται από «λανθασμένα βήματα». Υπενθύμισε ότι η ενεργειακή κρίση του 2022 αποκάλυψε αδυναμίες αλλά ταυτόχρονα ενίσχυσε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς νοικοκυριά και επιχειρήσεις έσπευσαν να εγκαταστήσουν φωτοβολταϊκά.

Παρά αυτήν τη δυναμική, προειδοποίησε ότι οι ΑΠΕ από μόνες τους δεν μπορούν να εγγυηθούν σταθερότητα λόγω της έλλειψης μεγάλης κλίμακας αποθηκευτικής ικανότητας και της διαλείπουσας φύσης της ηλιακής και αιολικής παραγωγής.

Ο Τσίτσονκοφ επεσήμανε ότι η Βόρεια Μακεδονία εξακολουθεί να εισάγει περίπου το 30% των αναγκών της σε ηλεκτρική ενέργεια, με κόστος €400 εκατομμύρια το 2022 και περίπου €200 εκατομμύρια μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025. Μια τέτοια εξάρτηση από τις εισαγωγές αφήνει τη χώρα εκτεθειμένη σε διακυμάνσεις της αγοράς και υπονομεύει το όραμα της κυβέρνησης για πραγματική ενεργειακή κυριαρχία.

Στην καρδιά της κριτικής του βρίσκεται το μακροχρόνια καθυστερημένο υδροηλεκτρικό έργο του Τσέμπρεν, που θεωρείται απαραίτητο για την παροχή βασικού φορτίου σταθερότητας που οι ΑΠΕ δεν μπορούν να εξασφαλίσουν. Αρχικά είχε προβλεφθεί ως επένδυση €550 εκατ. με ισχύ 458 MW, αλλά το έργο έχει επανειλημμένα παγώσει. Μια μεταγενέστερη προσπάθεια για ανάπτυξη αναστρέψιμου σταθμού 333 MW με ξένο εταίρο, κόστους περίπου €1 δισ., δεν απέδωσε αποτελέσματα.

Η τρέχουσα κυβέρνηση έχει εντάξει το Τσέμπρεν στη στρατηγική της συνεργασία €6 δισ. με το Ηνωμένο Βασίλειο, παρουσιάζοντάς το ως κρατική πρωτοβουλία, με μια ομάδα εργασίας που συστάθηκε τον Δεκέμβριο του 2024. Ωστόσο, απτά αποτελέσματα παραμένουν άπιαστα, διαιωνίζοντας ένα κενό που, σύμφωνα με τους επικριτές, υπονομεύει τόσο την ενεργειακή ασφάλεια όσο και την οικονομική ανταγωνιστικότητα.

Το δίλημμα του φυσικού αερίου και οι ανησυχίες ιδιοκτησίας

Ο Τσίτσονκοφ προειδοποίησε επίσης για την αυξανόμενη εξάρτηση από μονάδες συμπαραγωγής φυσικού αερίου που κατασκευάζονται από ξένους επενδυτές, όπως ο όμιλος Kazandzii. Παρόλο που αυτές οι εγκαταστάσεις μπορούν να μετριάσουν τις ελλείψεις τηλεθέρμανσης και να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια, υποστήριξε ότι το να λειτουργούν αποκλειστικά με όρους αγοράς μειώνει τον κρατικό έλεγχο και αποδυναμώνει την ενεργειακή ανεξαρτησία.

Πιστεύει ότι το κράτος θα πρέπει να διατηρεί τουλάχιστον το 51% σε τέτοιες μονάδες για να διασφαλίσει την κυριαρχία. Επιπλέον, τόνισε ότι το φυσικό αέριο δεν αποτελεί μακροπρόθεσμη λύση, καθώς μονάδες που θα λειτουργούν μέχρι τη δεκαετία του 2050 ενδέχεται να αντιμετωπίσουν απαγορεύσεις ή οικονομική αχρηστία λόγω πολιτικών απανθρακοποίησης.

Ο ειδικός επέκρινε επίσης αυτό που θεωρεί ως ασυμφωνία πολιτικής: ενώ η κυβέρνηση προχωρά με επενδύσεις πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ σε αυτοκινητοδρόμους και σιδηροδρομικές υποδομές, δεν διαθέτει αντίστοιχη προτεραιότητα ή χρηματοδότηση για έργα παραγωγής ενέργειας. Ανέφερε παραδείγματα όπως η ανακαίνιση της σιδηροδρομικής γραμμής Σκόπια–Κίτσεβο ύψους €316 εκατ., υποστηρίζοντας ότι οι στρατηγικές υποδομές πρέπει επίσης να περιλαμβάνουν νέα υδροηλεκτρικά ή θερμικά εργοστάσια, εάν η Βόρεια Μακεδονία θέλει πράγματι να μειώσει τις εισαγωγές και να εξασφαλίσει ενεργειακή ανεξαρτησία.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας