Στο επίκεντρο πολιτικής διαμάχης βρέθηκε τις τελευταίες μέρες στη Βόρεια Μακεδονία η εταιρεία Metlen, ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στην χώρα.
Ο μηχανικός και ειδικός σε θέματα ενέργειας, Deniz Mustafaoglu, αμφισβήτησε δημόσια τις γνώσεις των μελών του κόμματος ZNAM — που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό της Βόρειας Μακεδονίας — όσον αφορά την ενεργειακή πολιτική, έπειτα από μία συγκεχυμένη και ανακριβή κοινοβουλευτική συζήτηση.
Το επίκεντρο της συζήτησης ήταν η ελληνική εταιρεία Metlen η οποία συσχετίστηκε λανθασμένα μόνο με τα υδροηλεκτρικά έργα στο Τσέμπρεν και το Γκαλίστε. Ο Mustafaoglu έσπευσε να διευκρινίσει ότι το πραγματικό ζήτημα αφορούσε ένα τελείως διαφορετικό έργο της Metlen — έναν σχεδιαζόμενο σταθμό συμπαραγωγής στο χώρο της πρώην Χαλυβουργίας στα Σκόπια.
Εξήγησε ότι το έργο αυτό εμπίπτει στον Νόμο για τις Στρατηγικές Επενδύσεις της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά ενέχει σοβαρούς κινδύνους για το κράτος, συμπεριλαμβανομένων γενναιόδωρων παραχωρήσεων προς την εταιρεία. Ένα από τα βασικά θέματα ήταν η απαλλαγή του επενδυτή από την πληρωμή φόρων CO₂ μετά το 2030, κάτι που θα δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Επιπλέον, η Metlen θα αποκτούσε έλεγχο επί μιας βιομηχανικής ζώνης αξίας 20 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση είχε δεσμευτεί επίσης να αγοράζει ηλεκτρική και θερμική ενέργεια από τη Metlen, σε τιμές που οι επικριτές χαρακτήρισαν υψηλές.
Για τον Mustafaoglu, μέλος της Ένωσης Μηχανικών της Βόρειας Μακεδονίας, οι εξηγήσεις αυτές φανέρωσαν βαθιά τεχνική άγνοια. Άσκησε δριμεία κριτική στους εκπροσώπους του ZNAM, χαρακτηρίζοντας την ανάμειξή τους σε ενεργειακά ζητήματα ως επικίνδυνα ακατάρτιστη. Επισήμανε ότι και ο υφυπουργός Ενέργειας — επίσης μέλος του ZNAM — φαίνεται να προετοίμασε τον βουλευτή για τη συζήτηση, υποδηλώνοντας έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης σε πολλαπλά επίπεδα.
Ο Mustafaoglu προειδοποίησε ότι τέτοια «στρατηγικά έργα», τα οποία συχνά προωθούνται κεκλεισμένων των θυρών με ελάχιστη δημόσια εποπτεία, θέτουν σε κίνδυνο τη Βόρεια Μακεδονία. Μπορεί να οδηγήσουν σε επιζήμιες συμφωνίες που υπονομεύουν τη σταθερότητα του ενεργειακού συστήματος και επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά, ενώ παράλληλα θέτουν υπό αμφισβήτηση την ευθύνη των θεσμών που επιτρέπουν μοντέλα επενδύσεων τα οποία, κατά τη γνώμη του, λειτουργούν ως βιτρίνες κρατικής στήριξης σε ιδιωτικά ξένα συμφέροντα — συχνά εις βάρος του δημόσιου συμφέροντος.