Κατά τη διάρκεια των εργασιών της 6ης Συνόδου για τη Διατλαντικής Ενεργειακή Συνεργασία (P-TEC) που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα την περασμένη εβδομάδα, το φυσικό αέριο είχε αναμφίβολα την τιμητική του.
Σε πείσμα των επικρίσεων που δέχεται τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με εύλογα και άλλοτε με παντελώς αστήρικτα επιχειρήματα (που κάποιες φορές φτάνουν μέχρι την δαιμονοποίησή του), κυβερνητικοί αξιωματούχοι και υψηλόβαθμα στελέχη ενεργειακών επιχειρήσεων από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ελλάδα, ανέδειξαν τον κρίσιμο ρόλο του φυσικού αερίου στις επόμενες δεκαετίες. Εκτός των θετικών απόψεων και των διακηρύξεων που εκφράστηκαν στη Σύνοδο, υπογράφτηκαν και πολλές επιχειρηματικές συμφωνίες για εξόρυξη, μεταφορά και εφοδιασμό φυσικού αερίου και LNG στη χώρα μας και στη ΝΑ Ευρώπη.
Η Κυβέρνηση, που μέχρι χτες δήλωνε ότι η εποχή του φυσικού αερίου έχει τελειώσει οριστικά, τώρα πανηγυρίζοντας διακηρύσσει ακριβώς το αντίθετο, γεγονός που αποδεικνύει ότι πορεύεται χωρίς συγκεκριμένη ενεργειακή στρατηγική. Γενικότερα όμως υπάρχει σήμερα ένα αξιοσημείωτο παράδοξο διεθνώς γύρω από το φυσικό αέριο, με αρκετούς φανατικούς επικριτές, αλλά και πολλούς άλλους υποστηρικτές του, μια κατάσταση που θυμίζει την παροιμία «μαζί του δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε». Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ακόμη και από τον πολιτικό χώρο που για δεκαετίες πρωτοστάτησε στην δημιουργία της υποδομής και της ένταξης του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας μας, εκφράζονται συχνά τα τελευταία χρόνια επικρίσεις, επιφυλάξεις και αστερίσκοι.
Τελικά, ποια είναι η πραγματικότητα; Η εισαγωγή του φυσικού αερίου στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας είχε θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις για την κοινωνία, το περιβάλλον και την οικονομία της; Ενίσχυσε ή αποδυνάμωσε το γεωστρατηγικό ρόλο της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή;
Μια σύντομη αποτίμηση των επιπτώσεων
Σε μερικούς μήνες θα συμπληρωθούν 30 χρόνια από την είσοδο του πρώτου κυβικού μέτρου (ρωσικού) φυσικού αερίου στη χώρα μας.
Έχοντας την ιδιαίτερη τιμή να κατέχω εκείνη τη χρονική στιγμή τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου της ενιαίας (τότε) ΔΕΠΑ και επιπρόσθετα, έχοντας συμμετάσχει διαχρονικά στις εξελίξεις της δημιουργίας της υποδομής και της ανάπτυξης της εγχώριας αγοράς του αερίου από υψηλόβαθμες θέσεις στην εταιρία μέχρι το 2015 (οπότε και αποχώρησα ως Διευθύνων Σύμβουλος για δεύτερη φορά), θα επιχειρήσω κατωτέρω μια σύντομη αποτίμηση των επιπτώσεων της εισαγωγής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, αλλά και να σκιαγραφήσω το μελλοντικό ρόλο του φυσικού αερίου στην Ελλάδα, υπό το πρίσμα των νέων προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης και της κλιματικής αλλαγής.
Πριν απ’ όλα όμως, προς αποφυγήν οποιασδήποτε παρερμηνείας των απόψεων που θα παρατεθούν πιο κάτω, θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να δηλώσω ότι πιστεύω πως το ενεργειακό μας μέλλον θα πρέπει να βασιστεί στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και στις «καθαρές» ενεργειακές τεχνολογίες, στα πλαίσια όμως μιας προσεκτικής μετάβασης που δεν θα δημιουργεί κινδύνους και προβλήματα αποδοχής από την κοινωνία και την οικονομία.
Στη δεκαετία λοιπόν του ’90 ολοκληρώθηκε από την ενιαία τότε ΔΕΠΑ η πρώτη φάση της κατασκευής της υποδομής φυσικού αερίου (κεντρικός αγωγός και κλάδοι, καθώς και ο τερματικός σταθμός LNG στη Ρεβυθούσα) και έτσι η Ελλάδα εισήγαγε το πρώτο κυβικό μέτρο φυσικού αερίου το Σεπτέμβριο του 1996 και το πρώτο μετρικό τόνο LNG το Φεβρουάριο του 2000.
Στα χρόνια που ακολούθησαν οι προσπάθειες στράφηκαν κυρίως σε τρεις κατευθύνσεις:
α) στην επέκταση της βασικής υποδομής μεταφοράς στην ηπειρωτική χώρα και στην κατασκευή δικτύων διανομής και άλλων τρόπων μεταφοράς του αερίου και του LNG σε μεγάλο αριθμό αστικών και βιομηχανικών περιοχών,
β) στην ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου μέσω πωλήσεων αερίου σε όλες τις κατηγορίες καταναλωτών, αρχικά από τη ΔΕΠΑ και τις ΕΠΑ, και από το 2010 (που πρακτικά αρχίζει η απελευθέρωση της εγχώριας αγοράς αερίου) και από άλλους παίκτες (Μυτιληναίος, Prometheus Gas, κλπ.) και
γ) στη διασφάλιση της παρουσίας της χώρας μας στο ενεργειακό γίγνεσθαι της περιοχής μας μέσω της ενεργής συμμετοχή της σε διεργασίες σχετικές με τη διπλωματία των αγωγών που διασχίζουν την ΝΑ Ευρώπη μέσα από τη χώρα μας, αλλά και στην δημιουργία κρίσιμων υποδομών LNG, που όλα μαζί θα μπορούσαν να εγκαθιδρύσουν την Ελλάδα ως ενεργειακό κόμβο.
Με τη συμμετοχή χιλιάδων Ελλήνων επιστημόνων, εξειδικευμένων τεχνικών, ελευθέρων επαγγελματιών και εργαζομένων διαφόρων ειδικοτήτων στη ΔΕΠΑ, στις εταιρίες που δημιουργήθηκαν μετέπειτα, στις εταιρίες του κατασκευαστικού και του μελετητικού κλάδου, στον τομέα της παραγωγής συναφούς εξοπλισμού και στην πλευρά των καταναλωτών αερίου, (βιομηχανικές επιχειρήσεις, εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής κλπ.), δημιουργήθηκε και λειτούργησε άψογα στις δεκαετίες που πέρασαν μια από τις μεγαλύτερες ενεργειακές επενδύσεις μεταπολεμικά. Μια άρτια, υψηλών προδιαγραφών υποδομή, αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, που άλλαξε την ενεργειακή εικόνα της χώρας μας. Για του λόγου το αληθές αρκεί μια ματιά μόνο στο τίμημα των 733 εκ Ευρώ που προσέφερε η Italgas για την απόκτηση της ΔΕΠΑ Υποδομών, η αξία των παγίων της οποίας αποτελούν μικρό μόνον τμήμα της αξίας της όλης υποδομής του αερίου στη χώρα μας.
Η επέκταση των δικτύων μεταφοράς και διανομής, μαζί με τη σταδιακή αύξηση της χρήσης του φυσικού αερίου σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές και κατηγορίες κατανάλωσης, σε συνδυασμό και με την κατασκευή του TAP, του IGB και του FSRU Αλεξανδρούπολης, είχαν κατά την άποψή μας σειρά από θετικές επιπτώσεις για τα ενεργειακά πράγματα της χώρας μας, την ελληνική οικονομία και κοινωνία, το περιβάλλον και τη θέση της χώρας στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:
- ο εξορθολογισμός του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, με την ένταξη μιας ιδιαίτερα αποδοτικής και πιο φιλικής προς το περιβάλλον μορφής ενέργειας σε σύγκριση με τα άλλα ορυκτά καύσιμα που υποκατέστησε
- η διασφάλιση του ομαλού και απρόσκοπτου ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, ακόμη και σε συνθήκες κρίσεων, κυρίως λόγω της ύπαρξης του στρατηγικής σημασίας σταθμού LNG στη Ρεβυθούσα, όπως αποδείχθηκε στη πράξη πολλές φορές
- η σημαντική συμβολή του στην περιφερειακή ανάπτυξη της χώρας και στην δημιουργία χιλιάδων θέσεων απασχόλησης, πολλές από τις οποίες είναι μόνιμες
- η συμβολή στη δημιουργία ενός αξιόλογου cluster δορυφορικών παραγωγικών και λοιπών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, καθώς και στην ανάπτυξη αρκετών συναφών επαγγελμάτων και εγχώριας τεχνογνωσίας
- η σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και άλλων ρυπαντών (πχ οξειδίων του θείου και του αζώτου) στις πόλεις και στις βιομηχανικές περιοχές σε σχέση με την προ-υπάρχουσα κατάσταση. Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, από το 1996 μέχρι και το 2025, εισήχθησαν και καταναλώθηκαν στην Ελλάδα περίπου 95 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και LNG, που υποκατέστησαν χρήσεις λιγνίτη, μαζούτ, diesel, υγραερίου και βενζίνης και που με έναν πρόχειρο υπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα κατά 350 εκατομμύρια τόνους τουλάχιστον.
- η συμβολή στον εκσυγχρονισμό πολλών βιομηχανικών, βιοτεχνικών και επαγγελματικών διεργασιών και εγκαταστάσεων, γεγονός που συνέβαλε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών αυτών κλάδων της ελληνικής οικονομίας
- η δημιουργία προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση της Ελλάδας ως πύλης εισόδου και μεταφοράς αερίου αγωγού και LNG προς χώρες των Βαλκανίων, της ΝΑ και της Ανατολικής Ευρώπης
- η δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών και ευκαιριών για ανάπτυξη επιχειρηματικών συνεργασιών και επενδυτικών σχεδίων εντός και εκτός Ελλάδας, που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας των εγχώριων εταιριών φυσικού αερίου για τους μετόχους τους και, ταυτόχρονα, την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και του γεωπολιτικού κύρους της χώρας μας.
Για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι καταγράφουμε και κάποιες αρνητικές επιπτώσεις που είχε η εισαγωγή του φυσικού αερίου όπως:
- είναι ένα ορυκτό καύσιμο, που ευθύνεται (έστω και μειωμένα όπως αποδείξαμε προηγουμένως σε σύγκριση με τα άλλα ορυκτά καύσιμα) για σημαντικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου
- είναι ένα εισαγόμενο και συγκυριακά σήμερα ένα ακριβό καύσιμο και επομένως αύξησε την εξάρτηση της χώρας από αλλοδαπές πηγές ενέργειας, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή ασφάλεια και το εμπορικό ισοζύγιο και την οικονομία της χώρας
- συνέβαλλε λόγω των πλεονεκτημάτων του στην αύξηση της εξάρτηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ένα καύσιμο σε πολύ μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να επικαθορίζει και της τιμές του ρεύματος.
Το φυσικό αέριο και οι προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και της κλιματικής αλλαγής
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις επικρατούσες αντιλήψεις και θεωρήσεις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, ακόμη και της πρώτης δεκαετίας του 21 αιώνα, όταν το φυσικό αέριο εθεωρείτο καύσιμο επιλογής και η ζήτησή του αυξανόταν ραγδαία διεθνώς, όπως και στη χώρα μας.
Η συνειδητοποίηση των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ανάγκασε την παγκόσμια κοινότητα να υιοθετήσει τη Συνθήκη του Παρισίου το 2016, με στόχο η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη να μην ξεπεράσει τους 2 0C (και αν είναι δυνατόν τους 1,5 0C) μέχρι τo 2050 αφενός και αφετέρου να επιτευχθεί κλιματική ουδετερότητα στο ισοζύγιο ρύπων, όσο το δυνατό πιο σύντομα στις επόμενες δεκαετίες (net-zero target).
Στα πλαίσια αυτά, Η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της υιοθέτησαν πολιτικές ενίσχυσης της χρήσης ανανεώσιμων και γενικά καθαρότερων μορφών ενέργειας, επιδιώκοντας μια δραστικότερη μείωση των εκπομπών των αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050, μέσω της ενίσχυσης της έρευνας και ανάπτυξης περιβαλλοντικά φιλικών και «καθαρών» ενεργειακών τεχνολογιών και επενδύσεων (European Green Deal).
Οι νέες αυτές συνθήκες της ενεργειακής μετάβασης σε μια οικονομία με λιγότερο άνθρακα στις δεκαετίες που έρχονται, δημιουργούν εντελώς νέες δεδομένα και νέες προκλήσεις για τη βιομηχανία του αερίου και το φυσικό αέριο ως καύσιμο. Πολλοί διεθνείς οργανισμοί και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν στηρίζουν και δεν χρηματοδοτούν πλέον νέες επενδύσεις φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να δυσκολέψουν οι upstream επενδύσεις και σε συνδυασμό με τις πολιτικές αποφάσεις για την αποδέσμευση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο (REPowerEU), δημιούργησαν συνθήκες στενότητας στον εφοδιασμό της αγοράς και επέφεραν αύξηση των τιμών του αερίου.
Το επιχείρημα ότι το φυσικό αέριο είναι το φιλικότερο προς το περιβάλλον ορυκτό καύσιμο δεν είναι πλέον αρκετό και έτσι οι εταιρίες του κλάδου υιοθετούν στρατηγικές μείωσης του ανθρακικού τους αποτυπώματος κατά μήκος όλης της αλυσίδας αξίας, με συνεργατικές πολιτικές ανάπτυξης και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, μεταξύ των οποίων τα ανανεώσιμα και τα low-carbon αέρια καύσιμα όπως το βιομεθάνιο, και το υδρογόνο. Υιοθετούν επίσης πολιτικές και καινοτόμες τεχνολογίες μείωσης των εκπεμπόμενων αερίων ρύπων όπως το μεθάνιο και το διοξείδιο του άνθρακα (πολλές φορές με τη βοήθεια και της τεχνητής νοημοσύνης), καθώς και επενδύσεις κατακράτησης και αξιοποίησης ή και υπόγειας αποθήκευσης του κυριότερου ρυπαντή που είναι το διοξείδιο του άνθρακα (τεχνολογίες CCUS).
Κατωτέρω θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε γιατί η πολεμική και η απόλυτα αρνητική στάση απέναντι στο φυσικό αέριο είναι (ως κάποιο βαθμό τουλάχιστον) λανθασμένη και ανεδαφική, ειδικά σε ότι αφορά στην περίπτωση της χώρας μας.
Ο ρόλος του φυσικού αερίου στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης στην Ελλάδα
Υπάρχει μια πραγματικότητα που ορισμένοι θέλουν να αγνοούν ηθελημένα ή μη: οι ΑΠΕ, από την ίδια τη φύση της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, δεν είναι διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή και επομένως, πέραν από τις σοβαρότατες επενδύσεις για αποθήκευση ενέργειας και για ενίσχυση των ηλεκτρικών δικτύων της χώρας, απαιτείται και η ύπαρξη κάποιου back-up καυσίμου, τουλάχιστον μεσο-μακροπρόθεσμα. Το καύσιμο αυτό κατά γενική παραδοχή δεν είναι άλλο από το φυσικό αέριο. Οι πολέμιοι λοιπόν του φυσικού αερίου, ακόμη και οι πλέον καλόπιστοι εξ αυτών, που θεωρούν η ύπαρξή του επιβραδύνει την καθολική διείσδυση και χρήση των ΑΠΕ, δεν έχουν δίκιο να τηρούν μια τόσο αρνητική στάση απέναντί του ακριβώς γιατί είναι ακόμη απόλυτα αναγκαίο.
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ως χώρα βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από τη μαζική «απανθρακοποίηση» της οικονομίας, αφού σε αρκετά μεγάλο βαθμό αυτή εξακολουθεί να παραμένει εξαρτημένη από τα ορυκτά καύσιμα. Κατά συνέπεια, ένα φιλόδοξο και όχι καλά μελετημένο σχέδιο ενεργειακής μετάβασης, στηριζόμενο μόνον στις ΑΠΕ θα μπορούσε να έχει σοβαρούς κινδύνους για την ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια τροφοδοσίας της χώρας, τουλάχιστον στις επόμενες δεκαετίες. Ακόμη χειρότερα, μια πολύ γρήγορη τέτοια μετάβαση θα είχε επιπρόσθετα και ένα δυσβάσταχτο (αν όχι καταστροφικό) κόστος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Για παράδειγμα, ο αρχικός υπερ-φιλόδοξος στόχος και σχεδιασμός για πλήρη «από-λιγνιτοποίηση» και «από-αεριοποίηση» του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας εντός λίγων ετών, αποδεικνύεται στη πράξη ανέφικτος. Παρομοίως, ο επί σειρά ετών εξορκισμός κάθε προσπάθειας για έρευνες και εξόρυξη υδρογονανθράκων από πιθανά κοιτάσματα στο Ιόνιο και νοτίως της Κρήτης, αναθεωρείται πλέον από τη Κυβέρνηση, όπως αποδεικνύουν οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών.
Τα πιο πάνω παραδείγματα αποδεικνύουν ότι απαιτείται περισσότερη προσοχή, συνέχεια, συνέπεια και σοβαρότητα στη χάραξη της ενεργειακής πολιτικής της χώρας, καθώς και μεγαλύτερος «επαγγελματισμός» στην εκπόνηση του Ελληνικού Σχεδίου Ενεργειακής Μετάβασης, με ρεαλιστικές στρατηγικές επιλογές και αποτελεσματικές πολιτικές, με τη συμμετοχή όλων των άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φορέων.
Στα πλαίσια ενός τέτοιου Σχεδίου, το φυσικό αέριο κατά την άποψη μας θα πρέπει να εξακολουθήσει να παίζει τον κρίσιμο ρόλο του μεταβατικού καυσίμου και του καυσίμου στήριξης/αντιμετώπισης της ασυνέχειας των ΑΠΕ στις επόμενες 2-3 δεκαετίες, ακριβώς γιατί η εμπειρία του παρελθόντος έχει αποδείξει ότι μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά τόσο στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας, όσο και στην με εύλογο κόστος μείωση των αερίων θερμοκηπίου, ιδιαίτερα όπου υποκαθιστά πιο ρυπογόνα καύσιμα.
Επιπρόσθετα θα πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει πλέον μια νέα γεωπολιτική πραγματικότητα το τελευταίο διάστημα, που καταργεί βεβαιότητες δεκαετιών και εντείνει την ανασφάλεια και τους κινδύνους για χώρες, οικονομίες και κοινωνίες και που επιβάλλει να επανεξετασθεί η ενεργειακή πολιτική της χώρας με βάση και αυτά τα δεδομένα.
Ευτυχώς, οι παίκτες της ενεργειακής αγοράς στη χώρα μας φαίνεται ότι δείχνουν μεγαλύτερη ψυχραιμία και ωριμότητα, αφού μέσα σε ένα σχεδόν εχθρικό επιχειρησιακό και χρηματοδοτικό περιβάλλον, γεμάτο από γεωπολιτικές. οικονομικές, περιβαλλοντικές και ρυθμιστικές αβεβαιότητες, τολμούν και αποφασίζουν νέες ενεργειακές επενδύσεις και εξαγορές εταιριών αερίου (επενδύσεις upstream, αγωγοί αερίου όπως ο κάθετος διάδρομος και ο EastMed, πλωτοί σταθμοί LNG, μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο, κλπ. κλπ.), έχοντας προφανώς προσδοκίες αποδοτικής εκμετάλλευσής τους για τα επόμενα 15-20 χρόνια τουλάχιστον. Αυτή είναι ίσως η πιο έμπρακτη απάντηση στους πολέμιους του φυσικού αερίου, που δείχνουν να μην κατανοούν τι θα σήμαινε για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με χρόνια οικονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα και με περιορισμένους οικονομικούς πόρους, μια άκαιρη και βίαιη απαξίωση των υποδομών και των παγίων του φυσικού αερίου πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλές ακόμη δεκαετίες και για άλλους σκοπούς και άλλα ανανεώσιμα καύσιμα, στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης.
Συμπερασματικά λοιπόν θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι μέσα στις αβέβαιες και δύσκολες συνθήκες ενός ασταθούς και πολύ ανταγωνιστικού παγκόσμιου περιβάλλοντος, η μετάβαση σε μια εποχή με λιγότερο άνθρακα στη χώρα μας θα πρέπει να βασιστεί σε συγκεκριμένο ρεαλιστικό σχέδιο και να υλοποιηθεί με αποτελεσματικότητα και με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη κοινωνία και την εθνική μας οικονομία. Στο σχεδιασμό αυτό το φυσικό αέριο θα πρέπει να έχει και θέση και ρόλο, ιδιαίτερα αν η χώρα καταφέρει να το προμηθεύεται από δικές της πηγές παραγωγής, εντός των επόμενων 10 ετών.
* ο κ. Σπύρος Παλαιογιάννης είναι Managing Partner της MEDGAS & MORE SERVICES LTD και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ ΑΕ