Η ιταλική ενεργειακή εταιρεία Eni ανακοίνωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα για το τρίτο τρίμηνο του 2025, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών και προχωρώντας σε αύξηση του προγράμματος επαναγοράς ιδίων μετοχών κατά 20%, στα 1,8 δισ. ευρώ. Η ανακοίνωση αυτή οδήγησε τη μετοχή της εταιρείας σε άνοδο άνω του 2% στις πρωινές συναλλαγές του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου.
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα, η Eni κατέγραψε προσαρμοσμένο καθαρό κέρδος 1,25 δισ. ευρώ για την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου, έναντι προβλέψεων για 1,02 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται κοντά στα επίπεδα του αντίστοιχου περσινού τριμήνου (1,27 δισ. ευρώ), επιβεβαιώνοντας τη σταθερότητα και ανθεκτικότητα της εταιρείας σε ένα δύσκολο ενεργειακό περιβάλλον.
Αναλυτές επισημαίνουν ότι το μήνυμα της Eni για ενισχυμένη παραγωγή και αυξημένες επιστροφές προς τους μετόχους στέλνει θετικό σήμα για το 2026. Όπως τόνισε η αναλύτρια της Barclays, Lydia Rainforth, «η αναβάθμιση των εκτιμήσεων για την παραγωγή και την επαναγορά δείχνει ότι η εταιρεία συνεχίζει με ισχυρή δυναμική και ενισχύει τις πιθανότητες νέας ανατίμησης της μετοχής».
Η απόφαση της Eni να ενισχύσει το πρόγραμμα επαναγοράς έρχεται σε αντίθεση με την τάση του κλάδου, καθώς μεγάλες εταιρείες όπως η TotalEnergies, η BP και η Chevron έχουν προχωρήσει φέτος σε περιορισμό των αντίστοιχων προγραμμάτων τους λόγω της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Η ιταλική εταιρεία, ωστόσο, αξιοποιεί την πώληση μειοψηφικών συμμετοχών και αυστηρά μέτρα εξοικονόμησης κόστους, που εκτιμάται ότι θα αποφέρουν όφελος 4 δισ. ευρώ για το 2025.
Ο διευθύνων σύμβουλος Claudio Descalzi υπογράμμισε ότι η Eni αναθεωρεί προς τα πάνω την ετήσια εκτίμησή της για την παραγωγή υδρογονανθράκων, στα 1,72 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, ενώ παράλληλα η νέα κοινοπραξία με την Petronas στην Ινδονησία και τη Μαλαισία αναμένεται να εξελιχθεί σε σημαντικό παίκτη στην ασιατική αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).
Τέλος, η εταιρεία αναθεώρησε και τις εκτιμήσεις της για τις ετήσιες ταμειακές ροές, οι οποίες αναμένεται να διαμορφωθούν στα 12 δισ. ευρώ, από 11,5 δισ. ευρώ προηγουμένως, επιβεβαιώνοντας την ισχυρή χρηματοοικονομική της θέση και τη δυνατότητα ενίσχυσης της αξίας για τους μετόχους.
Πηγή: Reuters