Το ΥΠΕΝ έδειξε ο υφυπουργός Οικονομικών Θάνος Πετραλιάς σε σχέση με τις κατανομές πόρων για την στήριξη της βιομηχανίας για το ενεργειακό κόστος. Ερωτηθείς, χθες, κατά τη συνέντευξη τύπου για την παρουσίαση του Προϋπολογισμού 2026 ο κ. Πετραλιάς τόνισε ότι: “Για το ρεύμα το έχουμε αναφέρει, προβλέπει ουσιαστικά δαπάνες που κάνει το Υπουργείο Περιβάλλοντος, κατανομή των ρύπων και σημαντικές χρηματοδοτήσεις για τα προγράμματα που έχει. Οπότε αυτό που εξετάζεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, είναι βασικά δική του η πρωτοβουλία πως θα κατανείμει μεταξύ των επιλογών που έχει τα δικαιώματα ρύπων και τα προγράμματα που έχει τα συγχρηματοδοτούμενα, πως θα κατανείμει μεταξύ των προγραμμάτων και πως θα δώσει μεγαλύτερη βάση στο βιομηχανικό ρεύμα ή σε κάποιο άλλο πρόγραμμα. Οπότε εκεί είμαστε. Αλλά είναι πρωτοβουλία του Υπουργείου Περιβάλλοντος καθαρά” υπογράμμισε.
Ουσιαστικά, όπως καταφαίνεται, τα έσοδα από ρύπους θα “σηκώσουν”, κυρίως, το βάρος της δαπάνης, εφόσον αυτή αποφασιστεί και δευτερευόντως το κρατικό ταμείο.
Με το έτος να κλείνει σε περίπου 40 μέρες η αγορά είναι σε αναμονή για να δει εάν θα διαμορφωθεί ένα πλαίσιο για ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας στη Βιομηχανία. Ερώτημα είναι εάν αυτό θα ανακοινωθεί παράλληλα με τη διαδικασία συζήτησης στη Βουλή από το ΥΠΟΙΚ του Προϋπολογισμού του 2026.
Υπενθυμίζεται ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί ότι θα υπάρξει μέριμνα για να αντιμετωπιστεί το υψηλό ενεργειακό κόστος, μιλώντας στην ανοικτή εκδήλωση της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ. «Πολύ σύντομα θα καταλήξουμε. Η λύση πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, να είναι εντός των δημοσιονομικών περιθωρίων και να στηρίζει πρωτίστως τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, αλλά να έχει και μια διευρυμένη περίμετρο ωφελουμένων», είχε τονίσει χαρακτηριστικά ο Κ. Μητσοτάκης δίνοντας το στίγμα για τις αλλαγές που θα επακολουθήσουν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Σημειώνεται ότι ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος έχει σημειώσει με έμφαση την ανάγκη λήψης μέτρων ενώ έχει υποβάλει προτάσεις που βασίζονται στο ιταλικό μοντέλο.
Την ίδια ώρα 11 βουλευτές της ΝΔ, πριν λίγες ημέρες, έκρουσαν το καμπανάκι τους καταθέτοντας σχετική ερώτηση. ζητώντας απαντήσεις για ένα ζήτημα που αγγίζει εξίσου τη βιομηχανία, τον τουρισμό και τα νοικοκυριά. Οι 11 βουλευτές που υπογράφουν τη σχετική ερώτηση προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου, επικαλούνται δημόσιες παρεμβάσεις κορυφαίων εκπροσώπων της επιχειρηματικής κοινότητας, οι οποίοι επισημαίνουν ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις και απειλεί την παραγωγική βάση της χώρας. Παράλληλα, τονίζουν ότι, παρά τη μεγάλη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τη σταθεροποίηση του κόστους φυσικού αερίου, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει από τις υψηλότερες τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Στην ερώτησή τους οι βουλευτές σημειώνουν, μεταξύ άλλων, ότι η εφαρμογή του Target Model στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς δεν οδήγησε σε μείωση των τιμών ούτε ενίσχυσε τον ανταγωνισμό. Επισημαίνουν επίσης ότι, παρά τη μεγάλη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η χονδρεμπορική τιμή συνεχίζει να διαμορφώνεται με βάση τις πιο ακριβές συμβατικές μονάδες, γεγονός που στερεί από τους καταναλωτές και τη βιομηχανία το όφελος του φθηνότερου «πράσινου» ρεύματος. Παράλληλα, τονίζουν ότι η έλλειψη επαρκούς ρευστότητας και ανταγωνισμού στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνει δυσανάλογα τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις και περιορίζει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης καλύτερων τιμών. Με αυτό το σκεπτικό, απευθύνουν ερώτημα προς τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρο Παπασταύρου, ζητώντας να διευκρινίσει ποια μέτρα θα ληφθούν τόσο για χαμηλότερο ρεύμα στους καταναλωτές όσο και για το υψηλό κόστος της βιομηχανίας αλλά και ποιες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν αναφορικά με τη λειτουργία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας ώστε η τιμή χονδρικής πώλησης ηλεκτρικού να μη διαμορφώνεται με βάση την πάντοτε ακριβότερη Οριακή Τιμή, η οποία καθορίζεται σε τελική φάση από τις υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων και όχι από τις ΑΠΕ.
Στην αναμονή η παραγωγή
Στο μεταξύ, λίγες ώρες μετά τις παρεμβάσεις του προέδρου του ΣΕΒ. Σπ. Θεοδωρόπουλου, του προέδρου της Ελληνικής Παραγωγής Μ. Στασινόπουλου και της προέδρου του ΣΒΕ Λουκίας Σαράντη, στην ημερίδα για τη μεταποίηση του ΙΟΒΕ, φαίνεται ότι διαμορφώνεται ένας άμεσος ορίζοντας για τη διαμόρφωση μια φόρμουλας στήριξης. Αν και το «ιταλικό μοντέλο» που είχε προτείνει ο ΣΕΒ, στο τραπέζι εναλλακτικά φαίνεται να πηγαίνει προς το “ράφι”, καθώς εκτιμάται ότι αφήνει “εκτός” μονάδες αλλά και έχει σημαντικό δημοσιονομικό βάρος. τα στελέχη του ΥΠΕΝ, εξετάζουν πέντε έως έξι εναλλακτικά σενάρια, χωρίς ακόμη να έχει αποσαφηνιστεί ποια από αυτά θα προχωρήσουν.
Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, ζητούμενο είναι να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ του κόστους των παρεμβάσεων και των συνολικών αναγκών του ενεργειακού συστήματος, καθώς η βιομηχανία δεν είναι ο μόνος κλάδος που χρειάζεται στήριξη. «Υπάρχουν πολλές ταυτόχρονες ανάγκες, διαφορετικοί χρονισμοί και αποδέκτες, και σε κάθε μέτρο υπάρχουν υπέρ και κατά γι’ αυτό και δεν έχουν προχωρήσει ακόμη οι αποφάσεις», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Στόχος, πάντως, της κυβέρνησης είναι υπάρξουν, όπως αναφέρεται, στοχευμένα μέτρα που θα διασφαλίσουν τη μέγιστη αποδοτικότητα του προς διαμόρφωση πλαισίου. Στο, δε, τραπέζι συζήτησης έχουν τεθεί, όπως προαναφέρθηκε, σειρά ιδεών, όπως η αύξηση των διαθέσιμων πόρων, από έσοδα των δημοπρασιών δικαιωμάτων CO2 για την αντιστάθμιση του κόστους έμμεσων εκπομπών CO2, κάτι που δεν επιβαρύνει και τον προϋπολογισμό. Σήμερα ο μηχανισμός αντιστάθμισης λαμβάνει το 13% των συνολικών εσόδων, ωστόσο μπορεί ο “λογαριασμός” να πάει και το 25%. Μάλιστα, μία τέτοια λύση θα άφηνε ανέπαφα τα κρατικά κεφάλαια, ώστε να χρηματοδοτήσουν τις παρεμβάσεις σε κάποια άλλη κατηγορία ωφελούμενων. Υπενθυμίζεται, ότι σύμφωνα με την αρχική πρόταση του ΣΕΒ, οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις θα λάμβαναν ενίσχυση στην τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για μέρος της ετήσιας κατανάλωσής τους, για τρία έτη. Μετά την παρέλευση της τριετίας, οι δικαιούχοι θα επέστρεφαν, σε βάθος 20ετίας, την αντίστοιχη ποσότητα ενέργειας μέσω επενδύσεων σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, είτε απευθείας είτε μέσω διμερών συμβάσεων (PPAs) με παραγωγούς ΑΠΕ.