Η Γερμανία μπαίνει σε καθεστώς «ρυθμιζόμενου» βιομηχανικού ρεύματος για την ενεργοβόρα βιομηχανία της. Η κυβέρνηση υπό τον καγκελάριο Friedrich Merz συμφώνησε σε ένα κρατικά επιδοτούμενο βιομηχανικό τιμολόγιο ρεύματος για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, με ανώτατη τιμή τα 5 σεντ/ kWh, έως και το τέλος του 2028.
Το μέτρο θα αρχίσει να εφαρμόζεται από 1η Ιανουαρίου 2026 και θα έχει διάρκεια τριετίας (2026–2028), εφόσον πάρει την τελική έγκριση της Κομισιόν.
Στην πράξη
Πώς δουλεύει στην πράξη ο γερμανικός “Industriestrompreis”:
1. Τιμή-στόχος: από τα ~0,15 €/kWh στα 0,05 €/kWh
Σήμερα, η τιμή ρεύματος για βαριά βιομηχανία στη Γερμανία κινείται γύρω στα 0,15 €/kWh. Το νέο σχήμα «κλειδώνει» για τις επιλέξιμες επιχειρήσεις τιμή περί τα 0,05 €/kWh, με το κράτος να καλύπτει τη διαφορά μέσω επιδότησης.
Η παρέμβαση δεν αφορά την οικιακή κατανάλωση· είναι στοχευμένη σε κλάδους όπως, η χημική βιομηχανία, χάλυβας & μέταλλα, τσιμέντο, γυαλί, βιομηχανικά αέρια, αυτοκινητοβιομηχανία και προμηθευτές της.
2. Ποιοι μπαίνουν στο σχήμα
Η γερμανική κυβέρνηση μιλά ξεκάθαρα για «ενεργοβόρες και διεθνώς εκτεθειμένες» επιχειρήσεις – δηλαδή κλάδους που:
- έχουν υψηλό μερίδιο κόστους ενέργειας στο συνολικό κόστος παραγωγής, και
- βρίσκονται σε σκληρό διεθνή ανταγωνισμό, όπου η διαφορά στο ενεργειακό κόστος μπορεί να κρίνει αν μια μονάδα μένει στη Γερμανία ή μεταφέρεται εκτός ΕΕ.
Παράλληλα, το Βερολίνο πιέζει την ΕΕ για να επιτραπεί ο συνδυασμός αυτού του σχήματος με υπάρχοντα εργαλεία στήριξης (π.χ. αντιστάθμιση CO₂, ενεργειακές εξαιρέσεις κ.λπ.).
3. Διάρκεια & νομικό πλαίσιο
Το εργαλείο σχεδιάστηκε εξαρχής ως περιορισμένο χρονικά – 2026 έως 2028 – ώστε:
- να περνά από το φίλτρο των κανόνων κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ, και
- να δοθεί στις επιχειρήσεις ένας ορίζοντας τριετίας για επενδυτικές αποφάσεις (π.χ. νέα γραμμή παραγωγής, ηλεκτροκαμίνους, πράσινο υδρογόνο).
Οι διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν, σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις, βρίσκονται στην τελική ευθεία, με τις Βρυξέλλες να έχουν ήδη δώσει αρχικό “πράσινο φως” σε αρχές κρατικής ενίσχυσης αυτού του τύπου.
Το τίμημα: 3–5 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια
Η δημοσιονομική διάσταση του μέτρου είναι καθόλου αμελητέα. Η κυβέρνηση μιλά για κόστος μεταξύ 3 και 5 δισ. ευρώ για ολόκληρη την περίοδο.
Ανάλυση που επικαλείται η Handelsblatt και παρουσίασε η υπουργός Οικονομίας Katherina Reiche κάνει λόγο για περίπου 4,5 δισ. ευρώ σε τριετία, με σημείο εκκίνησης την 1η Ιανουαρίου 2026.
Το πακέτο εντάσσεται σε μια ευρύτερη δέσμη μέτρων, που περιλαμβάνει:
- δημοπράτηση 8 GW νέων μονάδων αερίου,
- μείωση τελών εναέριας κυκλοφορίας, με όφελος ~350 εκατ. ευρώ για την αεροπορική βιομηχανία,
- και έναν ευρύτερο επενδυτικό «φάκελο» 500 δισ. ευρώ για υποδομές και ψηφιακό μετασχηματισμό.
Συμπληρωματικά, η Γερμανία τρέχει ήδη ένα πρόγραμμα αποανθρακοποίησης βιομηχανίας 6 δισ. ευρώ με 15ετείς συμβάσεις, επιδοτώντας επενδύσεις σε CCS, πράσινο υδρογόνο και καθαρότερα καύσιμα για κλάδους όπως χάλυβας, τσιμέντο, χημικά.
Με άλλα λόγια, το ρεύμα στα 0,05 €/kWh δεν είναι μια «μοναχική» επιδότηση, αλλά το ενεργειακό σκέλος ενός ολοκληρωμένου βιομηχανικού πακέτου.
Τι ζητά το Βερολίνο από τη βιομηχανία – δεν είναι «τζάμπα ρεύμα»
Το γερμανικό μοντέλο δεν μοιράζει απλώς φθηνή ενέργεια. Οι επιχειρήσεις που θα μπουν στο σχήμα:
- αναμένεται να δεσμευτούν σε επενδύσεις ενεργειακής αποδοτικότητας (μετασχηματισμός διεργασιών, ηλεκτροκίνηση, heat recovery κ.λπ.),
- να ευθυγραμμίσουν τα business plans τους με στόχους απανθρακοποίησης,
- και να αποδείξουν ότι παραμένουν παραγωγικές μονάδες-κλειδί για τη γερμανική αλυσίδα αξίας – όχι απλώς «επιδοτούμενοι καταναλωτές».
Κατ’ ουσίαν, η Γερμανία χρησιμοποιεί το φθηνό ρεύμα ως μοχλό πίεσης για να «τραβήξει» πράσινες επενδύσεις, όχι ως πολιτικό δώρο.
Αντίδραση αγοράς: Ανακούφιση, αλλά και γκρίνια
Οι μεγάλες βιομηχανικές ενώσεις (χημικά, γενική βιομηχανία) χαιρέτισαν την απόφαση, επισημαίνοντας ότι μειώνει τον κίνδυνο αποβιομηχάνισης, σταθεροποιεί τον ορίζοντα επενδύσεων και στέλνει μήνυμα πως η Γερμανία δεν σκοπεύει να «χάσει» την ενεργοβόρα παραγωγή της.
Ωστόσο, ήδη ακούγονται φωνές – π.χ. από μέρος της χαλυβουργίας – ότι η τελική αρχιτεκτονική δεν καλύπτει επαρκώς όλους τους υποκλάδους, αφήνοντας εκτός σημαντικούς παίκτες ή δημιουργώντας ανισορροπίες στο ποιος πραγματικά επωφελείται.
Η Ελλάδα ψάχνεται
Την ώρα που η Γερμανία κλειδώνει για την ενεργοβόρα βιομηχανία της 0,05 €/kWh έως το 2028, η Ελλάδα παραμένει σε ένα τοπίο αβέβαιης τιμής για τα βιομηχανικά τιμολόγια, εξάρτησης από βραχυπρόθεσμους μηχανισμούς και χωρίς έναν καθαρό, θεσμοθετημένο ορίζοντα για τη δεκαετία.
Οι πρόταση του ΣΕΒ για την υιοθέτηση του Ιταλικού μοντέλου δεν περπάτησε, ούτε και η υπόσχεση του πρωθυπουργού για ένα πακέτο ενίσχυσης όπως διατυπώθηκε στην γενική συνέλευση του συνδέσμου.
Για την ελληνική βαριά βιομηχανία (αλουμίνιο, χάλυβας, τσιμέντο, χημικά, χαρτί, λιπάσματα), το ενεργειακό κόστος αποτελεί συχνά 30–60% του συνολικού κόστους παραγωγής και παραμένει συστηματικά υψηλότερο από αντίστοιχους ανταγωνιστές στην κεντρική Ευρώπη.
Την ίδια στιγμή δεν έχει υιοθετηθεί μόνιμο βιομηχανικό τιμολόγιο ρεύματος, ούτε με τη μορφή οριζόντιας επιδότησης, ούτε ως μηχανισμός τύπου «price floor/price cap» όπως στη Γερμανία.
Οι μηχανισμοί αντιστάθμισης CO₂ και λοιπών επιβαρύνσεων δεν αξιοποιούν πλήρως τα περιθώρια που δίνει το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δεν υπάρχει ένα συνδεδεμένο πακέτο ενέργειας–επενδύσεων, όπου η επιδότηση ρεύματος δίνεται μόνο με αντάλλαγμα συγκεκριμένο green upgrade.