Ο κόσμος έχει αρκετό πετρέλαιο, σημειώνει χαρακτηριστικά η JP Morgan, προβλέποντας πτώση κοντά στα 60 δολ. το βαρέλι, ενώ δηλώνει bullish για το φυσικό αέριο και εκτιμά πως το ρωσικό αέριο θα επιστρέψει στην Ευρώπη. Γιατί εάν υπάρξει νέα «φωτιά« στη Μέση Ανατολή ο αντίκτυπος στην αγορά φυσικού αερίου θα είναι τεράστιος και πολύ μεγαλύτερος από ότι για την αγορά πετρελαίου.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει η αμερικάνικη τράπεζα σε ανάλυσή της για τις προοπτικές της αγοράς ενέργειας στο β’ εξάμηνο, μετά τις αμερικανικές επιθέσεις σε ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και την πυραυλική επίθεση του Ιράν σε αμερικανική αεροπορική βάση στο Κατάρ, έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη διατήρηση της διπλωματίας και τον μετριασμό των πιο σοβαρών πιθανών αντιδράσεων από το Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της προσέγγισης της Κίνας, η οποία εισάγει περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού πετρελαίου που διέρχεται από τα Στενά του Ορμούζ.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν σαφώς καθορίσει κόκκινες γραμμές που θα πυροδοτούσαν μια γρήγορη και αποφασιστική απάντηση - ένα αποτέλεσμα που ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιράν Χαμενεΐ ιστορικά προσπάθησε να αποφύγει.
Προς το παρόν, οι ενεργειακές υποδομές έχουν σε μεγάλο βαθμό γλιτώσει από άμεσες επιθέσεις και, ενώ η ναυτιλία έχει επηρεαστεί μέσω υψηλότερων ασφαλίστρων, ο αριθμός των πετρελαιοφόρων που διέρχονται από τα Στενά του Ορμούζ έχει μέχρι στιγμής παραμείνει σταθερός.
Πέρα από τη βραχυπρόθεσμη άνοδο που προκάλεσε το γεωπολιτικό σκηνικό, το βασικό σενάριο της JP Morgan για το πετρέλαιο παραμένει βασισμένο στην ισορροπία προσφοράς-ζήτησης, η οποία δείχνει ότι ο κόσμος έχει αρκετό πετρέλαιο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της, τα παγκόσμια αποθέματα πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 240 εκατομμύρια βαρέλια από τον Φεβρουάριο, με αύξηση 50 εκατομμυρίων βαρελιών στον ΟΟΣΑ, 75 εκατομμυρίων βαρελιών στην Κίνα και το υπόλοιπο κατανεμημένο αλλού.
Οι τιμές του πετρελαίου Brent έχουν διαμορφωθεί κατά μέσο όρο λίγο κάτω από 67 δολάρια το βαρέλι από την αρχή του τριμήνου, κάτι που ευθυγραμμίζεται ακριβώς με την πρόβλεψή της για 67 δολάρια/βαρέλι για το δεύτερο τρίμηνο του 2025.
Με βάση τις εκτιμήσεις της για φυσικά ισοζύγια πετρελαίου, οι οποίες δείχνουν μια αγορά με πλεόνασμα 2,2-2,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2025, το πετρέλαιο αναμένεται να κινηθεί στα 60-65 δολάρια για το υπόλοιπο του 2025 και στα 60 δολάρια το 2026, υποθέτοντας ότι το ασφάλιστρο κινδύνου θα υποχωρήσει πλήρως μέχρι τότε.
Αυτή τη στιγμή, όπως σημειώνει η JPM, οι αγορές πετρελαίου φαίνεται να τιμολογούν με πιθανότητα 7% το χειρότερο σενάριο, όπου μία διεύρυνση της σύγκρουσης θα μπορούσε να επηρεάσει τις ροές στα Στενά του Ορμούζ ή ότι μια γενικότερη «φωτιά» στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να πυροδοτήσει αντίποινα από τις μεγάλες χώρες παραγωγής πετρελαίου στην περιοχή, οι οποίες ευθύνονται για το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου. Υπό αυτό το δυσμενές σενάριο, το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το 30% του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου μέσω θαλάσσης - που περιλαμβάνει 21 εκατ. βαρέλια τη ημέρα αργού πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου που ρέουν μέσω των Στενών – η JPM συνεχίζει να εκτιμά ότι οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εκτοξευθούν στο εύρος των 120-130 δολαρίων/βαρέλι.
Φυσικό Αέριο
Όσον αφορά το φυσικό αέριο, η αμερικάνικη τράπεζα επισημαίνει πως παρά την κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή το τελευταίο διάστημα, τα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς φυσικού αερίου παραμένουν σταθερά προς το παρόν, . Ωστόσο, οι διαταραχές στα Στενά του Ορμούζ παραμένουν ένα σημαντικό «γνωστό άγνωστο».
Τόσο το Ισραήλ όσο και το Ιράν είναι σημαντικοί παραγωγοί και εξαγωγείς φυσικού αερίου στην περιοχή και το αγαθό είναι κρίσιμο για το μείγμα παραγωγής ενέργειας, επισημαίνει η JPM. Κατά συνέπεια, οι υποδομές φυσικού αερίου ενδέχεται να γίνουν στόχος εάν η σύγκρουση κλιμακωθεί περαιτέρω, γεγονός που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις εξαγωγές φυσικού αερίου από αυτές τις χώρες. Παρ' όλα αυτά, οι κίνδυνοι για την παγκόσμια αγορά LNG παραμένουν περιορισμένοι, καθώς οι μεγάλες εξαγωγικές αγορές έχουν πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού (Τουρκία) ή δεν έχουν ικανότητα εισαγωγής LNG (Αίγυπτος).
Ο κύριος κίνδυνος και για το φυσικό αέριο σε περίπτωση συνεχιζόμενης σύγκρουσης είναι η πιθανότητα διαταραχών στα Στενά του Ορμούζ, μέσω του οποίου μεταφέρεται το 20% της παγκόσμιας προμήθειας LNG. Περίπου οι μισοί από αυτούς τους όγκους παραδίδονται στην Κίνα, την Ινδία και τη Νότια Κορέα, με την Ασία συνολικά να αντιπροσωπεύει το 80% του συνόλου.
Παρόλο που η JPM αποδίδει πλέον χαμηλή πιθανότητα σε ένα τέτοιο γεγονός, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις παγκόσμιες τιμές φυσικού αερίου, ενδεχομένως οδηγώντας τες σε αχαρτογράφητα εδάφη, παρόμοια με τις κρίσεις τιμών που σημειώθηκαν το 2022 μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την αγορά πετρελαίου, η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου/LNG δεν διαθέτει ουσιαστική εφεδρική χωρητικότητα, πηγή προμήθειας βραχυπρόθεσμης απόκρισης ή οποιαδήποτε ευελιξία για την ανακατεύθυνση αυτών των όγκων, ενδεχομένως εκθέτοντας τις τιμές του φυσικού αερίου σε μεγαλύτερες διαταραχές σε σύγκριση με τις τιμές του πετρελαίου.
Πέρα από τις γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, η αγορά φυσικού αερίου παραμένει ισορροπημένη, εν μέσω χαμηλότερων ευρωπαϊκών στόχων αποθήκευσης και υποτονικής ασιατικής ζήτησης, ιδίως από την Κίνα, ενώ η αύξηση της προσφοράς LNG για το 2025 υλοποιείται σε γενικές γραμμές όπως αναμενόταν.
Όπως σημειώνει η JP Morgan, η ζήτηση φυσικού αερίου της Κίνας έχει μειωθεί κατά 2% από την αρχή του έτους, ενώ η εγχώρια παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 5% και οι εισαγωγές μέσω αγωγών έχουν επίσης αυξηθεί, μειώνοντας τις ανάγκες για πιο ακριβό LNG. Ως εκ τούτου, η ευρωπαϊκή ζήτηση αποθήκευσης αναδείχθηκε ως ο κύριος μοχλός της ζήτησης LNG το 2025. Ωστόσο, η μείωση των στόχων αποθήκευσης από 90% σε 83% μειώνει την ανάγκη της Ευρώπης για LNG, ενώ η Ήπειρος παραμένει σε καλό δρόμο για την επίτευξη αυτών των νέων στόχων.
Ενώ η αμερικάνικη τράπεζα βλέπει μια γενικά ισορροπημένη αγορά το καλοκαίρι, διατηρεί μια bullish στάση για τους χειμερινούς μήνες λόγω του ιστορικά χαμηλού προβλεπόμενου επιπέδου αποθήκευσης στο τέλος του καλοκαιριού και της αβεβαιότητας για τον χειμερινό καιρό.
Για το 2026, αναμένει αύξηση της προσφοράς από παγκόσμια έργα LNG και την πιθανή επιστροφή του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών στην Ευρώπη, κάτι που για την JPM παραμένει ένα ερώτημα του «πότε» και όχι του «εάν», δεδομένης της στρατηγικής του σημασίας για τη Ρωσία και την Ευρώπη, η οποία αποτελεί τη φυσική διέξοδο, δεδομένης της υπάρχουσας υποδομής και της γεωγραφικής εγγύτητας.