Σε μια προσπάθεια να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη να αναδειχθεί το ζήτημα του ενεργειακού κόστους, που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις αλλά και να αποτυπωθεί και η άποψη των εταιρειών μελών του ΣΕΒ που έχουν αναφορά στον κλάδο παραγωγής ενέργειας ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος προσπάθησε να στείλει μήνυμα για το επείγον του ζητήματος αντιμετώπισης των ενεργειακών βαρών για τις επιχειρήσεις, με δεδομένα και τα όσα πράττουν άλλες χώρες.
Απαντώντας, μάλιστα, σε σχετική ερώτηση ο πρόεδρος του ΣΕΒ παραδέχτηκε ότι τα συμφέροντα των μελών του Συνδέσμου μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να είναι αντικρουόμενα στο ζήτημα του ενεργειακού κόστους αλλά πρόσθεσε ότι οι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας είναι ταυτόχρονα και μεγάλοι καταναλωτές, κάτι που επιτρέπει στο Σύνδεσμο να καταλήγει σε κοινές θέσεις.
Να σημειωθεί ότι κατά τη συνέντευξη τύπου, χθες, στην έδρα του ΣΕΒ, ο πρόεδρός του σχολίασε τα ευρήματα έρευνας της MRB, όπου καταφαίνεται ότι το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται ως κυρίαρχο πρόβλημα για τις επιχειρήσεις, ενώ ακολουθούν ζητήματα που στο παρελθόν βρίσκονταν στην κορυφή των ανησυχιών, όπως η φορολογία και οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Σύμφωνα με την έρευνα που έχει τίτλο ο «Σφυγμός του επιχειρείν» και πραγματοποιείται από την MRB, για λογαριασμό του ΣΕΒ σε ετήσια βάση και παρουσιάστηκε χθες οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις, θέτουν το ενεργειακό κόστος στην κορυφή των ανησυχιών τους. Συγκεκριμένα το 93,9% των μεσαίων επιχειρήσεων και το 78,1% των μικρών θεωρεί το ενεργειακό κόστος ως το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν, ενώ ακολουθεί η φορολογία των επιχειρήσεων για το 86,8% των μεσαίων και το 82% των μικρών. Οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία προβληματίζουν το 85,5% των μεσαίων και το 83,8% των μικρών. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι βασικές προκλήσεις είναι οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό σε ποσοστό 71,5%, η γραφειοκρατία κατά 69,6% και οι φόροι και ασφαλιστικές εισφορές στην εργασία κατά 68,9%.
«Το θέμα του ενεργειακού κόστους δεν είναι κάτι απλό και δεν είναι κάτι που αντιμετωπίζεται εντός των ελληνικών συνόρων» δήλωσε «Δεν αποφασίζουμε εδώ στην Ελλάδα» ανέφερε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι ο ΣΕΒ αναγνωρίζει πως στην Ελλάδα έχουμε πολύ υψηλό κόστος ενέργειας και έχει υποβάλει σχετικές προτάσεις στην κυβέρνηση. Υπενθύμισε ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αναλάβει πρωτοβουλία υποβάλλοντας προτάσεις στις Βρυξέλλες αλλά δυστυχώς όπως είπε, η προσπάθεια δεν καρποφόρησε.
Προτάσεις
Με βάση, πάντως, πηγές του ΣΕΒ, η ΕΕ έχει αφήσει τα κράτη μέλη να βρουν τρόπους με εθνικούς πόρους, για να στηρίξουν τη βιομηχανία. Τέτοιο πακέτο μέτρων όπως αυτό της Βουλγαρίας, όπου η κυβέρνηση της οποίας επιδοτεί το κόστος της ενέργειας για τις επιχειρήσεις όταν αυτό ξεπερνάει τα 90 ευρώ/MWh, θα μπορούσε, με βάση πηγές του ΣΕΒ, να είναι μια λύση για την άμβλυνση των επιπτώσεων του υψηλού ενεργειακού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Υπενθυμίζεται ότι στο “τραπέζι” είναι και “σήμα” για δομικές παρεμβάσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από την ΕΒΙΚΕΝ, που υπογραμμίζει σταθερά τη σημασία υιοθέτησης ενός σχήματος αποσύνδεσης των τιμών του ρεύματος, που παράγουν οι ΑΠΕ, από το Χρηματιστήριο Ενέργειας.
Συγκεκριμένα, σε μελέτη της Compass Lexecon που συντάχθηκε για λογαριασμό της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, που εκπροσωπεί τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, (ΕΒΙΚΕΝ), σημειώνεται ότι απαιτούνται διαρθρωτικές αλλαγές, όπως η μετάβαση από το gross pool στο net pool. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να περνάει όλη η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια υποχρεωτικά μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας όπως συμβαίνει σήμερα.
Με στόχο ένα ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, γίνεται, χαρακτηριστικά, λόγος και στις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται, ώστε οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά να μειωθούν στο επίπεδο μιας ευνομούμενης ευρωπαϊκής αγοράς.
Στη μελέτη, μάλιστα, που αναμένεται να δοθεί από την ΕΒΙΚΕΝ στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και στους σχετιζόμενους φορείς, μεταξύ άλλων, προτάσσεται το “Ιταλικό μοντέλ﨔, ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για τις ελληνικές βιομηχανίες. Κάτι ανάλογο, όπως αναφέρεται, εφαρμόζεται στην Γαλλία, Βέλγιο, ενώ σχεδιάζεται να εφαρμοστεί στη Βουλγαρία και Γερμανία.
Με βάση τη μελέτη πρέπει να μην περνάει υποχρεωτικά όλη η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, μέσα από το χρηματιστήριο, αλλά μέρος της, να διοχετεύεται στην αγορά και δη στη βιομηχανία, μέσα από έναν κρατικό φορέα με ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών και των σταθμών παραγωγής ΑΠΕ.
Ρυθμιστικά βάρη και αθέμιτος ανταγωνισμός
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, παράλληλα με το ενεργειακό κόστος εστίασε, όμως, και στα ρυθμιστικά βάρη που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και ειδικά η βιομηχανία στην ΕΕ, ένεκα του μέχρι πρότινος κυρίαρχου αφηγήματος της πράσινης μετάβασης. Όπως είπε, ειδικά για παραγωγικές μονάδες που έχουν να αντιμετωπίσουν ανταγωνιστές από γειτονικές χώρες, τα βάρη αυτά αποβαίνουν μοιραία για το επίπεδο ανταγωνιστικότητάς τους.
Δασμοί και διοξείδιο τιτανίου
Αναφερόμενος, ειδικά, στη χρωματουργία και στον ανταγωνισμό που δέχεται στην Ελλάδα από τουρκικές επιχειρήσεις σημείωσε ότι “πολλές βιομηχανίες επιβαρύνθηκαν για τις πρώτες ύλες που έχουν δασμούς στο διοξείδιο του Τιτανίου, απαραίτητο για την παραγωγή χρωμάτων, αλλά και από τα δικαιώματα ρύπων, με αποτέλεσμα να καταστούν μη ανταγωνιστικές σε σχέση με τουρκικές”.
Να σημειωθεί ότι υφίσταται και ο Carbon Border Adjustment Mechanism CBAM, που είναι ένας μηχανισμός φορολόγησης του CO2 από την ΕΕ για να υποστηρίξει τις στρατηγικές απανθρακοποίησης (decarbonization) και να καταπολεμήσει τη διαρροή άνθρακα (carbon leakage). Όπως αναφέρουν ειδικοί, η διαρροή άνθρακα, δηλαδή η μεταφορά μονάδων εκτός ΕΕ, συμβαίνει όταν οι τιμές άνθρακα και άλλα μέτρα της ΕΕ οδηγούν σε αυξημένα κόστη και ανταγωνιστική πίεση στους τομείς με υψηλές εκπομπές. Ως αποτέλεσμα, οι εγκαταστάσεις παραγωγής μεταφέρονται σε χώρες εκτός ΕΕ όπου δεν υπάρχει φόρος CO2, ή τα προϊόντα της ΕΕ αντικαθίστανται από εισαγωγές από τρίτες χώρες που προκαλούν ακόμα μεγαλύτερες εκπομπές. Αυτό μεταφέρει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε χώρες με ελλιπείς ή περιορισμένους στόχους κλιματικής αλλαγής αντί να τις μειώσει. Ο CBAM φιλοδοξεί, λοιπόν, να αποτρέψει αυτές τις παρακαμπτικές τάσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή όταν τα προϊόντα CBAM εισάγονται στην ΕΕ, θα πρέπει να καταβληθεί η προβλεπόμενη τιμή άνθρακα ισοδύναμη με αυτήν εντός της ΕΕ. Στη συνέχεια, οι εταιρείες πρέπει να αγοράσουν τα λεγόμενα πιστοποιητικά CBAM στο ποσό του υπολογισμένου φόρου άνθρακα.
Ο Κανονισμός αυτός θα τεθεί σε πλήρη ισχύ από 1/1/2026. Προς το παρόν διανύουμε τη μεταβατική περίοδο εφαρμογής του Κανονισμού, η οποία διαρκεί από 1/10/2023 έως 31/12/2025.
Σύμφωνα, επίσης, με τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2023/1773 της Επιτροπής, ο οποίος θεσπίζει τους κανόνες εφαρμογής του Κανονισμού και την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων για τους σκοπούς του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι εισαγωγείς και οι έμμεσοι τελωνειακοί αντιπρόσωποι που εισάγουν προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 2023/956 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (βλ. Παραρτήματα Ι και ΙΙ) έχουν την υποχρέωση να υποβάλουν σε τριμηνιαία βάση στο μεταβατικό μητρώο ΜΣΠΑ έκθεση με τα στοιχεία των εισαγωγών που έχουν πραγματοποιήσει εντός του τριμήνου και των ενσωματωμένων εκπομπών άνθρακα, το αργότερο έναν μήνα μετά το τέλος του εν λόγω τριμήνου. Πάντως και η ρύθμιση αυτή έχει συναντήσει την κριτική από φορείς της βιομηχανίας.
Σε σχέση πάντως με τα ρυθμιστικά βάρη ο κ. Θεοδωρόπουλος παρέπεμψε τόσο στο Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, όσο και στα όσα έχει αναφέρει η διοίκηση της Metlen. “Στον τομέα αλουμινίου κλείσαμε εργοστάσια και μειώθηκαν κατά 6 εκατ. τόνους οι εκπομπές. Όμως, το αλουμίνιο παρήχθη αλλού. Άραγε, εκεί δεν ήταν καθαρότερα τα εργοστάσια ή μήπως για την ίδια ποσότητα έβγαλαν ανάλογη ποσότητα διοξειδίου” διερωτήθηκε με νόημα ο πρόεδρος του ΣΕΒ καταδεικνύοντας το αδιέξοδο του να είναι μόνο η ΕΕ “πράσινη’ νησίδα.
Παραδέχτηκε, πάντως, ότι “γίνονται πολλά πράγματα σε επίπεδο ΕΕ και σιγά σιγά προωθούνται ζητήματα. Οι διαφορές είναι σημαντικές αλλά συχνά θα πρέπει να τις γεφυρώσουμε”.
Σε σχέση, δε, με την τάση για ατόνηση των δράσεων ESG, o κ. Θεοδωρόπουλος είπε ότι “είμαστε σε φάση διόρθωσης υπερβολών. Δεν είναι αναστρέψιμη η πορεία. Κάποια πράγματα έτρεξαν λίγο περισσότερο και χρειάζεται να μπει κάποια διόρθωση”.
Παραγωγικότητα
Πάντως κεντρικό μήνυμα της χθεσινής συνέντευξης του προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου, ήταν η ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και εν γένει της οικονομίας κάτι που θα διευκολύνει την αύξηση των μισθών.
«Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πραγματικά χαμηλοί, αλλά για να λέμε αλήθειες, είναι χαμηλοί γιατί έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα», επεσήμανε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εξήγησε πως το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το επίπεδο των τιμών όσο η πολύ χαμηλή αγοραστική δύναμη που έχουν οι πολίτες.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ αναγνώρισε ότι η ανάγκη για αύξηση των μισθών είναι υπαρκτή, αλλά ξεκαθάρισε πώς «δεν μπορούν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους οι μισθοί, παρόλο που το αναγνωρίζουμε, παρόλο που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ότι είναι δυνατόν».
Ανέφερε δε ότι η Ελλάδα καταγράφει παραγωγή μόλις 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας, έναντι 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία, υπογραμμίζοντας πως «αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα προσπαθούμε να μοιράσουμε μια πίτα η οποία δεν είναι αρκετή».
Όπως τόνισε, το πρόβλημα της χαμηλής αγοραστικής δύναμης ή της ακρίβειας λύνεται μόνο με βελτίωση της παραγωγικής βάσης. «Πρέπει να επενδύσουμε πρώτα εμείς οι επιχειρήσεις, που είμαστε ο βασικός παράγοντας, και οι εργαζόμενοι –που δεν είναι ο βασικός παράγων– να μας δώσουν μορφές ευελιξίας. Κι εμείς, με τη σειρά μας, να τους δώσουμε καλύτερες αμοιβές», κατέληξε.
Έκανε δε επίκληση στα αίτια που οδήγησαν στη μνημονιακή κρίση. «Τα αίτια της κρίσης ήταν το δημοσιονομικό, παραγωγικότητα, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το ένα αναγνωρίζουμε όλοι ότι το έχουμε πάει καλά. Πρέπει να λύσουμε και τα άλλα δύο και να ασχοληθούμε σοβαρά. Δεν θα βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αν δεν βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας ώστε να κάνουμε εξαγωγές. Και για το πετύχουμε αυτό δεν μπορούμε να έχουμε χαμηλότερη παραγωγικότητα από τους ανταγωνιστές μας.
Είναι ένας φαύλος κύκλος και πρέπει να κλείσουμε και τα άλλα δύο όλοι μαζί. Και η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες και οι εργαζόμενοι» πρόσθεσε.
Πάντως με βάση την πανελλαδική έρευνα του ΣΕΒ το 52,4% των επιχειρήσεων απαντά «ναι» στην ερώτηση αν σχεδιάζουν αυξήσεις, ενώ το 30,4% δηλώνει αρνητικό και το 17,2% επιφυλάσσεται (ΔΞ/ΔΑ).
Σε επίπεδο κλάδων, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στον δευτερογενή τομέα. Η βιομηχανία εμφανίζεται πρώτη, με το 79,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα αυξήσει τους μισθούς. Ακολουθούν οι κατασκευές, με 66,7%, και οι υπηρεσίες με 60,2%. Πάνω από τον μέσο όρο κινούνται επίσης οι κλάδοι μεταφορών/αποθήκευσης/ενέργειας, με 54,2%, καθώς και η ξενοδοχειακή και η εστίαση με 52,0%.
Στον αντίποδα, χαμηλότερα ποσοστά αυξήσεων αναμένονται στο εμπόριο (38,8%) και κυρίως στον κλάδο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, που φαίνεται να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής.