Τα τελευταία χρόνια η συζήτηση για τις υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα συχνά καταλήγει σε έναν απλοποιημένο και παραπλανητικό ισχυρισμό, ότι η ακρίβεια δήθεν οφείλεται στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.
Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πολύ πιο σύνθετη και συνδέεται με βαθιές, χρόνια άλυτες παθογένειες της ελληνικής ενεργειακής πολιτικής, με τεχνικές ανεπάρκειες του συστήματος και με τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, και πολύ λιγότερο – έως καθόλου – με το αν η ΔΕΗ είναι κρατική ή ιδιωτική. Ακόμα και να είχε παραμείνει η ΔΕΗ στο κράτος στο 100%, τι παραπάνω θα έκανε για να μειώσει την τιμή στο ρεύμα, αν ήταν υποχρεωμένη βάση του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας και της νομοθεσίας που διέπει την ελεύθερη αγορά ενέργειας από το 2018; δεν θα χρησιμοποιούσε το ίδιο μοντέλο της οριακής τιμής που δημιουργεί τις στρεβλώσεις και τις αστοχίες των υψηλών τιμών;
Για παράδειγμα, θα έρχονταν το βράδυ ο ιδιώτης και θα έδινε ρεύμα από θερμική μονάδα σε μια υψηλή τιμή κιλοβατώρας και από την άλλη η κρατική ΔΕΗ ας πούμε θα έδινε μια φθηνότερη τιμή μεγαβατώρας. Τι θα συνέβαινε τότε; Το Target Model θα αποζημίωνε την ΔΕΗ με την ακριβή τιμή του ιδιώτη. Οπότε αν δεν αλλάξει ο μηχανισμός τιμολόγησης της λιανικής, με βάση την οριακή τιμή της χονδρικής, είτε η ΔΕΗ είναι ιδιωτική, είτε κρατική, το αποτέλεσμα στην τσέπη του καταναλωτή θα είναι το ίδιο, η υψηλή τιμή του ρεύματος. Αλλού πρέπει να αναζητηθεί η αιτία των υψηλών τιμών του ρεύματος.
Πρώτον, η Ελλάδα παραμένει μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη ενεργειακή αποδοτικότητα πράσινης ενέργειας στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να παράγει περισσότερη ενέργεια από ακριβές μονάδες που καίνε εισαγόμενα καύσιμα, για να καλύψει τα φορτία αιχμής, επιβαρύνοντας το κόστος ενέργειας σε όλα τα στάδια. Ακόμη και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, που θεωρητικά προσφέρουν φθηνό ρεύμα, λειτουργούν στη χώρα με μειωμένη αποτελεσματικότητα, λόγω αστοχιών στον σχεδιασμό, στην έλλειψη αποθηκών, στην αδυναμία έγχυσης πλεονάζουσας ενέργειας στα μικρά και πεπερασμένης μεταφορικής ικανότητας δίκτυα , στην μικρή διασύνδεση και στον χαμηλό ακόμα εξηλεκτρισμό της χώρας. Η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει «κλειστούς ηλεκτρικούς χώρους», δηλαδή περιοχές όπου το δίκτυο δεν μπορεί να απορροφήσει νέα ισχύ από ΑΠΕ, οδηγώντας σε τεράστιες απώλειες επενδύσεων και – ακόμη χειρότερα – στην ανάγκη να στηριζόμαστε σε ακριβές συμβατικές πηγές ενέργειας όταν το σύστημα «φρακάρει». Η υποτυπώδης ηλεκτρική διασύνδεση με την υπόλοιπη Ευρώπη μάς απομονώνει ενεργειακά και μας στερεί το πλεονέκτημα των φθηνότερων διασυνοριακών αγορών.
Δεύτερον, η ΡΑΕΕΥ έχει αποδειχθεί ανήμπορη να ελέγξει τις εναρμονισμένες πρακτικές και την αισχροκέρδεια στην αγορά, κάτι που η ευρωπαική ΕNTSO-E διερευνά για τις τιμές του ρεύματος το καλοκαίρι του 2024. Ο τρόπος διαμόρφωσης της χονδρεμπορικής τιμής – το γνωστό μοντέλο οριακής τιμής – επιτρέπει σε παραγωγούς και προμηθευτές να επωφελούνται δυσανάλογα, ιδιαίτερα όταν συνδυάζεται με χαμηλή διαφάνεια και ανεπαρκή εποπτεία. Η δομή της αγοράς, όχι η νομική μορφή της ΔΕΗ, δημιουργεί περιθώρια για στρεβλώσεις.
Τρίτον, το ελληνικό ενεργειακό μείγμα παραμένει ένα από τα ακριβότερα στην Ευρώπη, με το φυσικό αέριο να διατηρεί το προβάδισμα , όχι λόγω ιδιωτικοποίησης, αλλά λόγω λανθασμένων πολιτικών επιλογών που υποτίμησαν τους κινδύνους εξάρτησης από ένα ευμετάβλητο καύσιμο.
Συνεπώς, η ακρίβεια στο ρεύμα δεν είναι αποτέλεσμα της νομικής μορφής της ΔΕΗ. Είναι προϊόν δεκαετιών κακής στρατηγικής, τεχνικών ελλείψεων, αδύναμων ρυθμιστικών μηχανισμών και μιας αγοράς που λειτουργεί με στρεβλώσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα δομικά ζητήματα, η τιμή του ρεύματος θα παραμένει υψηλή, όποιος κι αν κατέχει τη ΔΕΗ.