Η είδηση από τη Ρώμη ήρθε ως συνέχεια μιας τάσης που απλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι ζήτησε από τις ιταλικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες να συνεισφέρουν συνολικά 11 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι υποσχέσεις της προς τη μεσαία τάξη για μειώσεις φόρων και ενίσχυση των δημοσίων δαπανών.
Η λογική φαίνεται απλή. Αν οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές αποκομίζουν μεγάλα κέρδη, μπορούν να συνεισφέρουν λίγο περισσότερο για το κοινό καλό. Στην πράξη όμως το μέτρο φέρνει στο φως μια νέα ευρωπαϊκή τάση, την σταδιακή κανονικοποίηση των έκτακτων φορολογήσεων ως σταθερό εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής.
Την τελευταία πενταετία, σχεδόν κάθε κυβέρνηση στην Ευρώπη δοκίμασε —ή σκέφτηκε σοβαρά— να επιβάλει φόρους σε κλάδους που χαρακτηρίζονται “κερδοσκοπικοί” ή “ανθεκτικοί στην κρίση”. Η Ισπανία φορολόγησε τα υπερκέρδη των τραπεζών και των ενεργειακών ομίλων. Η Ουγγαρία εφαρμόζει “ειδικούς φόρους” σε τηλεπικοινωνίες, τράπεζες και logistics εδώ και χρόνια. Και τώρα, η Ιταλία επιστρέφει στην ίδια συνταγή, λίγα χρόνια μετά το φιάσκο του “φόρου στα υπερκέρδη” του 2023 που προκάλεσε αναστάτωση στις αγορές και τελικά δεν εφαρμόσθηκε.
Το πολιτικό αφήγημα είναι σχεδόν παντού το ίδιο. Οι ισχυροί να πληρώσουν περισσότερο για να στηριχθεί η κοινωνία. Η πραγματικότητα όμως είναι πιο περίπλοκη.
Η δημοσιονομική πίεση στην Ευρώπη είναι πλέον διαρκής. Έτσι, η “έκτακτη φορολόγηση” μοιάζει ελκυστική. Αποδίδει άμεσα, είναι πολιτικά δημοφιλής και στοχεύει σε κλάδους που δύσκολα μπορούν να μεταφέρουν το κόστος στους ψηφοφόρους.
Ωστόσο, το τίμημα αυτής της “ευκολίας” είναι η φορολογική αβεβαιότητα. Οι τράπεζες, οι ενεργειακές εταιρείες και οι ασφαλιστικές αποτελούν τον μηχανισμό χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Όταν αυτοί οι κλάδοι τιμωρούνται με συνεχείς επιβαρύνσεις, η επενδυτική τους διάθεση περιορίζεται, το κεφάλαιο ακριβαίνει και οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να δανειστούν.
Με άλλα λόγια, κάθε “έκτακτος φόρος” καταλήγει να μεταφέρεται αργά αλλά σταθερά στην πραγματική οικονομία — μέσα από μικρότερη πιστωτική επέκταση, καθυστερημένες επενδύσεις και πιο επιφυλακτική επιχειρηματικότητα.
Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει την ίδια δημοσιονομική πίεση που έχουν άλλες χώρες, όμως, δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι ορισμένα “υπερκέρδη” στον τραπεζικό και ενεργειακό τομέα είναι πλέον εξόφθαλμα. Ειδικά στις τράπεζες, η μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στα επιτόκια χορηγήσεων και καταθέσεων και οι σημαντικές αυξήσεις μερισμάτων δείχνουν ότι υπάρχει περιθώριο κοινωνικής συνεισφοράς χωρίς κρατική επιβολή.
Η λύση ωστόσο για την Ελλάδα δεν είναι να μιμηθεί την ευρωπαϊκή τάση των “έκτακτων φόρων”. Είναι να καταλάβουν οι ίδιες οι τράπεζες και οι μεγάλες εταιρείες το πρόβλημα και αναλάβουν δράση.
Να επενδύσουν περισσότερα στην καινοτομία, στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στην ενεργειακή μετάβαση και να συνεισφέρουν συνολικά στην κοινωνία, όχι επειδή το απαιτεί το κράτος, αλλά επειδή το υπαγορεύει η εποχή.
Αν ο τραπεζικός και επιχειρηματικός κόσμος κινηθεί προληπτικά, θα αποφύγει το πολιτικό κύμα που αργά ή γρήγορα θα απαιτήσει “να πληρώσουν οι ισχυροί”. Αν όχι, η λογική των “έκτακτων εισφορών” θα έρθει και εδώ, απλώς πιο καθυστερημένα.