Η ρευματοκλοπή αποτελεί διαχρονική μάστιγα, με σημαντική οικονομική επιβάρυνση που μετακυλίεται στους συνεπείς καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, υποστηρίζουν πηγές του ΔΕΔΔΗΕ.
Το «ενεργό απόθεμα» παροχών που συνδέεται με το φαινόμενο της ρευματοκλοπής εκτιμάται σε τάξη μεγέθους ~400 χιλ. παροχές. Με βάση την εκτιμώμενη μη καταγραφείσα ενέργεια και μέση κλαπείσα ενέργεια ανά υπόθεση ρευματοκλοπής ~13 MWh και μέση διάρκεια 2 έτη (6.5MWh κατ έτος).
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το ετήσιο κόστος για την αγορά και τους τελικούς καταναλωτές εκτιμάται σε ~€450 εκ., το οποίο αντιστοιχεί σε μέση προσαύξηση του ετήσιου λογαριασμού κάθε πολίτη και επιχείρησης κατά ~€60
Οι μη τεχνικές απώλειες (ρευματοκλοπές) αυξήθηκαν από ~1,1% την περίοδο 2012–2013 σε επίπεδα ~5–6%, ως συνέπεια διαδοχικών κρίσεων (δεκαετής οικονομική κρίση, πανδημία Covid-19, ενεργειακή κρίση 2022).
Με την υπογραφή του έργου των έξυπνων μετρητών και τη δυνατότητα συνεχούς παρακολούθησης παραβάσεων, επιτεύχθηκε μείωση των ρευματοκλοπών κατά ~9% το 2024, ενώ αντίστοιχη περαιτέρω μείωση εκτιμάται και για το 2025, βάσει πρώιμων αποτελεσμάτων, ήτοι σωρευτική μείωση ~18%, σε όρους μείωσης κόστους για το κάθε λογαριασμό της τάξης των €10 κάθε έτος
Οι τεχνικές επιθεωρήσεις έχουν αυξηθεί σε πάνω από 50 χιλ. ετησίως, με σαφή βελτίωση της αποτελεσματικότητας μέσω μιας ολοκληρωμένης «αλυσίδας» ενεργειών: εναύσματα (τηλεμέτρηση, μηνιαία καταμέτρηση, αλγόριθμοι/AI, καταγγελίες), επιτόπιες επιθεωρήσεις και εργαστηριακούς ελέγχους.
Το συνολικό όφελος για τους συνεπείς καταναλωτές την περίοδο 2024–2025 εκτιμάται σε €150–200 εκ., προερχόμενο τόσο από τη μόνιμη μείωση των απωλειών όσο και από την αξιοποίηση των εισπράξεων προστίμων μέσω του ρυθμιστικού μηχανισμού.
Ο ΔΕΔΔΗΕ δεν αποκομίζει οικονομικό όφελος από τα πρόστιμα ρευματοκλοπών, τα ποσά κατευθύνονται, βάσει του ρυθμιστικού πλαισίου, στους προβλεπόμενους λογαριασμούς και λειτουργούν τελικά υπέρ των συνεπών καταναλωτών, καταλήγουν οι ίδιες πηγές.