Σε μια προσπάθεια να δώσει μήνυμα μεταρρύθμισης και στο μέτωπο της πράσινης φορολογίας, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών - ΥΠΕΘΟ φέρεται να “ζυγίζει” και πάλι τους “πράσινους” φόρους.
Ήδη, εν όψει και των αποφάσεων για τη νέα προγραμματική περίοδο της ΕΕ, από το τέλος του περασμένου χρόνου έχει συσταθεί στο υπουργείο μια ειδική επιτροπή για να “σκανάρει” τις πραγματικότητες στο πεδίο και να προτείνει αλλαγές και ρυθμίσεις, που θα οδηγούν σε βέλτιστα αποτελέσματα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Προτάσεις
Με βάση, δε, μελέτη του ΙΟΒΕ, για τη λεγόμενη “διαφορική φορολογία”, η φορολογία, εκτός από την είσπραξη εσόδων που χρηματοδοτούν διάφορες δραστηριότητες του κράτους, αποτελεί εργαλείο για την αντιμετώπιση αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων (negative externalities) που συνδέονται με την παραγωγή, χρήση ή κατανάλωση ορισμένων προϊόντων (π.χ. ρύπανση, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, κίνδυνοι υγείας και συνακόλουθη επιβάρυνση δημόσιου συστήματος υγείας, κ.ά.) και την επίτευξη σχετικών επιμέρους στόχων πολιτικής, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η προστασία της υγείας και ο έλεγχος της δημόσιας δαπάνης υγείας.
Μάλιστα, αναφέρει το ΙΟΒΕ, ότι η διαφορική φορολογία ομάδων υποκατάστατων προϊόντων, με στόχο την κατεύθυνση της ζήτησης σε προϊόντα με μικρότερες αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, αποτελεί ένα σημαντικό παράδειγμα στο πλαίσιο αυτό. Οι επιδοτήσεις αποτελούν ουσιαστικά την άλλη όψη των φόρων (αρνητικοί φόροι) και το ύψος τους καθορίζεται, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση των φόρων.
Με βάση το ΙΟΒΕ, η χρήση διαφοροποιημένης φορολογίας για την επίτευξη περιβαλλοντικών στόχων έχει διεθνώς ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών, οι οποίες είτε επικεντρώνονται άμεσα στον περιορισμό των εκπομπών ρύπων ή αποβλήτων, είτε αποσκοπούν στην ενίσχυση της καινοτομίας και της ανάπτυξης νέων προϊόντων, όπως στις περιπτώσεις υποστήριξης των ΑΠΕ και των ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Ενδεικτικά, στα πεδία αυτά στη μελέτη εξετάζονται οι περιπτώσεις στήριξης των ΑΠΕ στην Ιταλία, επιβολής φόρου άνθρακα στη Σουηδία, παροχής κινήτρων για τα οχήματα χαμηλών εκπομπών CO2 και επιβολής περιβαλλοντικού τέλους για τις πλαστικές σακούλες.
Τα ποσά
Σημειώνεται, ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα συνολικά έσοδα από τους φόρους που αφορούν το κλίμα και το περιβάλλον ανήλθαν το 2023 σε 9.257 δισ ευρώ, καταγράφοντας μείωση κατά 24,4% σε σύγκριση με το 2022. Οι επιχειρήσεις κατέβαλαν 6.184,6 δισ. ευρώ, ενώ τα νοικοκυριά και οι μη μόνιμοι κάτοικοι πλήρωσαν 3.072 δισ. ευρώ ενώ οι ενεργειακοί φόροι, που ήταν η συντριπτική πλειονότητα των περιβαλλοντικών φόρων, έφτασαν τα 7.547 δισεκ.
Στους “πράσινους φόρους” ή πιο σωστά στα “πράσινα βάρη συγκαταλέγονται τέλη, όπως αυτά της ανακύκλωσης, της ανθεκτικότητας, ή για την πράσινη σακούλα, οι φόροι στο ντίζελ κίνησης, τα μεταχεισμένα αυτοκίντα, αλλά και τα “πράσινα” βάρη στην ακτοπλοΐα, τις αερομεταφορές και τη βιομηχανία. Βέβαια, υπό μία έννοια και οι Ειδικοί Φόροι Καυσίμων εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία.
Αναλυτικά, στη χωρία των πράσινων φόρων εντάσσονται:
1. Το τέλος ανακύκλωσης για τα προϊόντα, η συσκευασία των οποίων περιέχει πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC) ύψους 0,08 ευρώ προ ΦΠΑ ανά τεμάχιο προϊόντος.
2.Περιβαλλοντικό τέλος ύψους 0,07 ευρώ προ ΦΠΑ ανά τεμάχιο πλαστικής σακούλας μεταφοράς.
3. Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση που αντικατέστησε το Φόρο Διαμονής και επιβάλλεται ανά ημερήσια χρήση και ανά δωμάτιο ή διαμέρισμα, βαρύνει τον διαμένοντα, που έκανε χρήση του δωματίου ή του διαμερίσματος.
4. Εισφορά προστασίας του περιβάλλοντος για τα πλαστικά προϊόντα που διατίθενται ως συσκευασία των τροφίμων και των ποτών, ύψους 0,04 ευρώ προ ΦΠΑ ανά τεμάχιο.
5. Πράσινο τέλος ύψους 30 ευρώ ανά χιλιόλιτρο επί του πετρελαίου εσωτερικής καύσης (diesel). Το τέλος επιβάλλεται κατά τον τελωνισμό και τα έσοδα πάνε για τη χρηματοδότηση πράσινων έργων και δράσεων που συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών ρύπων, στο πλαίσιο των ενεργειακών και κλιματικών στόχων έως το έτος 2030, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα
6. Έκτακτο περιβαλλοντικό τέλος στα εισαγόμενα μεταχειρισμένα οχήματα παλαιού τύπου με βάση την κατηγοριοποίηση των εκπομπών καυσαερίων. ια την επιβολή του τέλους ταξινόμησης επιβατικών αυτοκινήτων (διαμόρφωση της φορολογητέας αξίας), λαμβάνεται υπόψη, η λιανική τιμή πώλησης προ φόρων, βάσει τιμοκαταλόγων, με βάση τους συντελεστές της κλίμακας προοδευτικής φορολόγησης οι οποίοι διαφοροποιούνται περαιτέρω, ανάλογα με την εκπεμπόμενη μάζα διοξειδίου του άνθρακα (CO2), καθώς και με τις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro) που πληρούν εκ κατασκευής τα αυτοκίνητα οχήματα με τελευταία ημερομηνία ταξινόμησης ως προς την πρώτη ταξινόμηση.
7. Τέλος ταξινόμησης ανάλογα με την εκπεμπόμενη μάζα διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και με τις προδιαγραφές του ευρωπαϊκού προτύπου εκπομπών ρύπων (Euro) που πληρούν εκ κατασκευής τα οχήματα με τελευταία ημερομηνία ταξινόμησης ως προς την πρώτη ταξινόμηση.
8. Τέλη κυκλοφορίας βάσει εκπομπών CO₂. Για οχήματα που ταξινομήθηκαν από 1/11/2010 έως 31/12/2020 υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Για οχήματα που ταξινομούνται από 1/1/2021 και εφεξής εφαρμόζεται νέα τροποποιημένη κλίμακα με αυστηρότερα κριτήρια εκπομπών.
Άλλα βάρη
Να σημειωθεί, π.χ, ότι με βάση το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS), στην ακτοπλοΐα, η υποχρέωση παράδοσης δικαιωμάτων εισάγεται σταδιακά: 40% το 2024, 70% το 2025 και 100% το 2026. Το 2025 ενεργοποιήθηκε ο νέος κανονισμός «FuelEU Maritime», ως βασικού μέρους της δέσμης Fit for 55 της ΕΕ, που έχει να κάνει με την ποιότητα των καυσίμων και, τέλος, από την 1η Μαΐου όλη η Μεσόγειος Θάλασσα και όλα τα πλοία εντός αυτής πρέπει να χρησιμοποιούν καύσιμο μειωμένης περιεκτικότητας σε θείο, το επονομαζόμενο low sulfur marine gasoil (LS-MGO), το οποίο είναι ακριβότερο μέχρι και 50% από τα καύσιμα υψηλής περιεκτικότητας σε θείο.
Επίσης και η βιομηχανία, όπως και η αεροπορική βιομηχανία καλείται ένεκα ETS να καταβάλλει ποσά για δικαιώματα ρύπων αντιμετωπίζοντας σημαντικά βάρη. Τα ποσά αυτά δεν είναι φόροι, με τη στενή έννοια, ωστόσο καταλήγουν στον κρατικό ταμείο και ανάλογα θα πρέπει να διατεθούν με κίνητρα και επιδοτήσεις.
Πάντως, στο φόντο όλων αυτών των δεδομένων, ο στρατηγικός στόχος, του ΥΠΕΘΟ, όπως καταφαίνεται, είναι, η διευκόλυνση του επιχειρείν και ρητορικής μείωσης φόρων, να στηριχθεί ο πράσινος μετασχηματισμός της οικονομίας.
Κάτι, που για να γίνει, απαιτείται ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας, που αποτελεί μεγάλη στρατηγική πρόκληση, που προϋποθέτει ορθολογική ανάπτυξη των ΑΠΕ, προώθησης της αποθήκευσης, βελτίωση των δικτύων και κυρίως εφαρμογή στην πράξη των αρχών της ενεργειακής δημοκρατίας.
Εν τω μεταξύ, πέρα από τα προαναφερόμενα, που είναι και τα βασικά για τον εξηλεκτρισμό της οικονομίας, το ΥΠΕΘΟ εξετάζει το πώς θα δώσει κίνητρα για την προώθηση της υιοθέτησης πράσινων πρακτικών από το “επιχειρείν” στο φόντο και του καθορισμού των στρατηγικών στοχεύσεων της ΕΕ.
Η ΕΕ
Σημαντικό, πάντως, στοιχείο του νέου προϋπολογισμού είναι ότι με βάση όσα έχει αναφέρει η Επιτροπή, οι πηγές των εσόδων θα κινηθούν μέσα από πέντε άξονες, οι περισσότεροι εκ των οποίων αφορούν το περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα:
- Τα έσοδα από το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (ΣΕΔΕ) αναμένεται να αποφέρουν περίπου 9,6 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο.
- Τα έσοδα από το μηχανισμό συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (ΜΣΠΑ) που εκτιμώνται στα 1,4 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο.
- Τα έσοδα από έναν νέο φόρο στα μη ανακυκλώσιμα ηλεκτρονικά απόβλητα. Συγκεκριμένα, μέσω της εφαρμογής ενιαίου συντελεστή στο βάρος των μη συλλεγόμενων ηλεκτρονικών αποβλήτων, αναμένονται περίπου 15 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο.
- Τα έσοδα από έναν πρόσθετο ειδικό φόρο κατανάλωσης καπνού, που αναμένεται να αποφέρει περίπου 11,2 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο.
- Τα έσοδα από έναν νέο εταιρικό φόρο επί του κύκλου εργασιών μεγάλων εταιρειών, που δραστηριοποιούνται και πωλούν στην ΕΕ με καθαρό ετήσιο κύκλο εργασιών τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ. Αναμένεται να αποφέρει περίπου 6,8 δισεκ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο.
Ο στόχος είναι μέσα από αυτές τις πηγές εσόδων, αλλά και άλλες δράσεις, να υπάρχει ένα αποτέλεσμα που θα “γεμίζει” με 58,5 δισ. ευρώ τον χρόνο τον Ευρωπαϊκό “κουμπαρά” σε τιμές 2025.
Καμπανάκι επιχειρήσεων
Αναμφίβολα, σε αυτό το “κλίμα” κι εν όψει όσων έρχονται, οι ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις (ΜμΕ) με ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας, αλλά και άλλη βάρη, θα πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια, ώστε να “αναβαθμιστούν ενεργειακά”, συμμορφούμενες, παράλληλα, και με το ρυθμιστικό πλαίσιο, που επιβάλλουν οι κοινοτικοί και οι εθνικοί κανονισμοί σε σχέση με τις εκπομπές ρύπων, τους στόχους για “πρασίνισμα” της κάθε δραστηριότητας κτλ.
Όπως αναφέρει στην τελευταία της Έκθεση το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σε αυτό το νέο τοπίο, “οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν σε απαιτήσεις και κανόνες που συχνά διαμορφώνονται χωρίς επαρκή μέριμνα για την κλίμακα, τα μέσα και τις δυνατότητές τους. Η πράσινη μετάβαση συνδέεται με υψηλό κόστος, ανάγκη για τεχνογνωσία, πρόσβαση σε κατάλληλες υποδομές και εργαλεία. Όμως, ταυτόχρονα, ανοίγει και προοπτικές για πιο βιώσιμες, καινοτόμες και ανθεκτικές μορφές δραστηριότητας.
Αν και η σημασία της περιβαλλοντικής προστασίας αναγνωρίζεται σήμερα καθολικά, τόσο από την κοινωνία όσο και από την επιχειρηματική κοινότητα, εξακολουθούν να απουσιάζουν οι στοχευμένες επενδύσεις που θα επέτρεπαν στις μικρές επιχειρήσεις να αντεπεξέλθουν ουσιαστικά στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι υφιστάμενοι μηχανισμοί στήριξης παραμένουν συχνά αποσπασματικοί και ανεπαρκείς, γεγονός που δυσχεραίνει την έγκαιρη και αποτελεσματική προσαρμογή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο νέο περιβαλλοντικό και κανονιστικό πλαίσιο.”
Με βάση, δε, το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τα υψηλότερα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους στην ΕΕ, αλλά παραμένει ουραγός στις πράσινες επενδύσεις. Το αποτέλεσμα δημιουργεί ένα παράδοξο με την υψηλή περιβαλλοντική φορολόγηση από τη μια, περιορισμένη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από την άλλη, γεγονός που καθιστά την προσαρμογή τους στην πράσινη μετάβαση δυσανάλογα δύσκολη.
Ασυμμετρία
Όπως αναφέρεται εκκινώντας από τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, η Ελλάδα διατηρεί σταθερά υψηλά ποσοστά τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων, κατατάσσοντάς την μεταξύ των κορυφαίων χωρών της ΕΕ. Το 2023, τα έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους αντιστοιχούσαν στο 10,1% των συνολικών φόρων και στο 4,1% του ΑΕΠ, σχεδόν τα διπλάσια από τον μέσο όρο της ΕΕ (5% και 2% αντίστοιχα). Το 2022 αποτέλεσε χρονιά-ορόσημο, με τα έσοδα να φτάνουν στο 13% των συνολικών φόρων και στο 5,6% του ΑΕΠ, καθώς η εκτίναξη των διεθνών τιμών καυσίμων εκτόξευσε αυτόματα τα φορολογικά έσοδα. Σε αντίθεση με πολλές χώρες της ΕΕ που προχώρησαν σε προσωρινές μειώσεις φόρων για να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η Ελλάδα διατήρησε αμετάβλητη τη φορολογία στα καύσιμα επιλέγοντας να προχωρήσει σε επιδοτήσεις καυσίμων. Έτσι, ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης παραμένει σήμερα στα 0,70 ευρώ/λίτρο για τη βενζίνη και στα 0,41 ευρώ/λίτρο για το πετρέλαιο κίνησης, με τον ΦΠΑ 24% να επιβαρύνει περαιτέρω την τελική τιμή.
Παρά τα υψηλά έσοδα, οι επενδύσεις που κατευθύνονται στην πράσινη μετάβαση είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Σύμφωνα με την Eurostat, το 2023 οι σχετικές επενδύσεις αντιστοιχούσαν μόλις στο 0,17% του ΑΕΠ, έναντι 0,55% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Στο φόντο αυτό φορείς της αγοράς ζητούν παρέμβαση σε δύο μέτωπα, σε αυτό του κόστους ενέργειας, αλλά σε ανάλογο που έχει να κάνει με το επίπεδο πρόσβασης των “μικρών” σε αναγκαίους, για τις ενεργειακές αναβαθμίσεις πόρους.
Χαρακτηριστικά, μάλιστα, σε πρόσφατη ανακοίνωσή του, ο Εμπορικός Σύλλογος Πειραιώς εκφράζει την έντονη ανησυχία και αγανάκτηση του εμπορικού κόσμου, για το δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος που συνεχίζει να πλήττει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όπως αναφέρει, “παρά τις πρόσφατες εξαγγελίες για «μειώσεις» στους λογαριασμούς, το πρόβλημα παραμένει βαθύτερο, καθώς συνδέεται με τη δομή και λειτουργία της ίδιας της αγοράς ενέργειας στη χώρα μας.