Μενού Ροή
Γιατί οι επενδυτικοί οίκοι… «ξανασκέφτονται» τη βουτιά που έχουν προβλέψει για το πετρέλαιο

Οι τιμές του πετρελαίου διατηρήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα από τα αναμενόμενα στο τρίτο τρίμηνο του 2025, καθώς η οι κινήσεις του ΟΠΕΚ+ αντισταθμίστηκαν εν μέρει από τους γεωπολιτικούς κινδύνους, την ανθεκτική ζήτηση και τη δημιουργία αποθεμάτων από την Κίνα. Αν και οι αναλυτές συνεχίζουν να αναμένουν πτώση των τιμών του πετρελαίου στο εγγύς μέλλον, ωστόσο αρχίζουν να προβληματίζονται για το κατά πόσο τελικά θα πραγματοποιηθεί η μεγάλη βουτιά που ανέμεναν.

Όπως σημειώνει η Capital Economics, η συνεχιζόμενη και σημαντική συσσώρευση αποθεμάτων πετρελαίου στην Κίνα συμβάλλει στην αντιστάθμιση της υποκείμενης υποτονικής αύξησης της ζήτησης πετρελαίου και εξηγεί γιατί οι τιμές του πετρελαίου δεν έχουν μειωθεί όσο θα αναμενόταν από την αλλαγή πορείας του ΟΠΕΚ+ τον Απρίλιο. Σε αυτό το στάδιο, η συσσώρευση αποθεμάτων πετρελαίου της Κίνας φαίνεται ότι θα συνεχιστεί και το 2026 και ενέχει ανοδικούς κινδύνους στην πρόβλεψή της για βουτιά του Brent στα 50 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.

Η απόφαση του ΟΠΕΚ+ να αυξήσει τις ποσοστώσεις παραγωγής του κατά 137.000 βαρέλια την ημέρα για τον Νοέμβριο επέκτεινε την επιφυλακτική προσέγγιση που υιοθέτησε ο οργανισμός τον Σεπτέμβριο μετά την άρση της πρώτης δόσης των περικοπών παραγωγής. Υπενθυμίζεται ότι αναφορές πριν τη συνάντηση έκαναν λόγο για τεράστια αύξηση 500.000 βαρελιών την ημέρα στις ποσοστώσεις παραγωγής του ΟΠΕΚ+ για τον Νοέμβριο, οδηγώντας σε απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου νωρίτερα αυτόν τον μήνα. Ουσιαστικά, έτσι, η απόφαση στήριξε τις τιμές του πετρελαίου στις αρχές της περασμένης εβδομάδας. Αλλά έχοντας υποχωρήσει αργότερα μέσα στην εβδομάδα παράλληλα με την επιβεβαίωση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Γάζα, η τιμή του αργού πετρελαίου Brent προχώρησε προς τα 64,5 δολάρια το βαρέλι.

Η ανάκτηση του μεριδίου αγοράς ήταν ένα βασικό κίνητρο πίσω από την απόφαση του OPEC+ να ξεκινήσει την άντληση περισσότερου πετρελαίου τον Απρίλιο, τονίζει η Capital Economics. Ωστόσο, η προτίμησή του να αντιμετωπίζει τα πράγματα σε κάθε συνάντηση ξεχωριστά αντί να δεσμεύεται σε μια καθορισμένη πορεία δράσης, αντανακλά αβεβαιότητες τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς στην αγορά πετρελαίου.

Από την πλευρά της προσφοράς, αυτό σχετίζεται εν μέρει με την προφανή αδυναμία ορισμένων μελών του ΟΠΕΚ+ να αυξήσουν την παραγωγή σύμφωνα με τις ποσοστώσεις. Πράγματι, ενώ οι συνολικές ποσοστώσεις αυξήθηκαν κατά 8% μεταξύ Απριλίου και Σεπτεμβρίου, το συνολικό επίπεδο παραγωγής αυξήθηκε «μόνο» κατά 5% κατά την περίοδο, παρατηρεί ο οίκος. Το συμπέρασμα είναι ότι τυχόν περαιτέρω αυξήσεις στην προσφορά του ΟΠΕΚ+ είναι πιθανό να καλυφθούν κυρίως από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Εντωμεταξύ, η απότομη πτώση της τιμής του πετρελαίου την περασμένη εβδομάδα υπογραμμίζει την αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο επιπλέον πετρέλαιο θα μπορέσει να απορροφήσει η αγορά. Σε κάθε περίπτωση, τονίζει η Capital Economics, από την άποψη της υποκείμενης ζήτησης, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές αύξησης της ζήτησης πετρελαίου παραμένουν υποτονικές. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη και σημαντική συσσώρευση αποθεμάτων πετρελαίου στην Κίνα περιπλέκει την εικόνα, λειτουργώντας ουσιαστικά ως πηγή ζήτησης και απορροφώντας μέρος της πρόσθετης προσφοράς.

H αμερικανική υπηρεσία ενεργειακών πληροφοριών (ΕΙΑ) εκτιμά ότι η Κίνα πρόσθεσε 0,5-1 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ημερησίως στα αποθέματα μέχρι στιγμής φέτος, γεγονός που βοηθά να εξηγηθεί γιατί οι τιμές του πετρελαίου δεν έχουν μειωθεί τόσο πολύ όσο θα αναμενόταν από την αλλαγή πορείας του ΟΠΕΚ+. Το βασικό άγνωστο, τόσο για τον ΟΠΕΚ+ όσο και για την ευρύτερη αγορά πετρελαίου - που καθίσταται δύσκολο λόγω της έλλειψης αξιόπιστων δεδομένων ή/και εικόνας για τα κίνητρα για τη συσσώρευση αποθεμάτων - είναι για πόσο καιρό ακόμη θα συνεχιστεί αυτό.

Σε αυτό το στάδιο, η συσσώρευση αποθεμάτων στην Κίνα φαίνεται ότι θα συνεχιστεί και το 2026, επισημαίνει η Capital Economics. Άλλωστε, πρόσφατες αναφορές υποδηλώνουν ότι η χωρητικότητα αποθήκευσης πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 170 εκατομμύρια βαρέλια το 2025 και το 2026, μετά από προσθήκες 180-190 εκατομμυρίων βαρελιών τα προηγούμενα πέντε χρόνια.

Αυτό υποδηλώνει ότι οι αγορές για την πλήρωση των αποθεμάτων θα μπορούσαν να συνεχιστούν με τον τρέχοντα ρυθμό για τουλάχιστον άλλους 6-12 μήνες και ενέχει ανοδικούς κινδύνους για την πρόβλεψη της Capital Economics για πτώση του αργού πετρελαίου Brent στα 50 δολάρια το βαρέλι μέχρι το τέλος του 2026. Ομοίως, όμως, εάν η Κίνα επιβραδύνει τον ρυθμό συσσώρευσης αποθεμάτων πετρελαίου ή τον σταματήσει εντελώς, αυτό θα μπορούσε να αφήσει την αγορά και τις τιμές του πετρελαίου χωρίς στήριξη και να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις του ΟΠΕΚ+.

Όπως σημειώνει από την πλευρά της η UBS, η εποχικά χαμηλότερη ζήτηση και η σταδιακή προσφορά από χώρες εντός και εκτός ΟΠΕΚ θα επηρεάσουν περαιτέρω την αγορά πιέζοντας τις τιμές του πετρελαίου, ακόμη και καθώς οι επικρατούντες γεωπολιτικοί κίνδυνοι θα συνεχίσουν να παρέχουν «λόγους» στήριξης των τιμών σε κάποιο βαθμό στο άμεσο μέλλον.

Ωστόσο, αυξάνει την πρόβλεψή της για την τιμή του Brent στα 66 δολάρια/βαρέλι για το δεύτερο εξάμηνο του 2025, από 64 δολάρια προηγουμένως, κυρίως λόγω των υψηλότερων από τις αναμενόμενες τιμές του τρίτου τριμήνου (68 δολάρια για το τρίτο τρίμηνο του 2025, έναντι 65 δολαρίων προηγουμένως) και μιας ελαφρώς ισχυρότερης τάσης ενόψει του τέλους του έτους.

Οι προβλέψεις της για το 2026 τοποθετούνται 64 δολάρια το 2026, αντανακλώντας ένα μεγαλύτερο αναμενόμενο πλεόνασμα. «Θεωρούμε ότι το Brent είναι πιο πιθανό να διαπραγματευτεί σε ένα εύρος 55-70 δολαρίων βραχυπρόθεσμα. Οι προβλέψεις για τα επόμενα έτη παραμένουν αμετάβλητες στα 70 δολάρια για το 2027 και στα 75 δολάρια για το 2028», όπως επισημαίνει.

Όπως εξηγεί ελβετικός οίκος, ενώ προβλέπει ένα επίπεδο 62 δολαρίων/βαρέλι κατά μέσο όρο για το Brent στο πρώτο τρίμηνο του 2026, πιστεύει ότι είναι πολύ πιθανό οι τιμές να πέσουν για ένα σύντομο διάστημα κάτω από τα 60 δολάρια/βαρέλι. Μια όμως μεγαλύτερη περίοδος παραμονής των τιμών κάτω των 60 δολαρίων θα μπορούσε να καθοδηγηθεί από έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης της ζήτησης ενόψει του επόμενου έτους λόγω της πιο ήπιας οικονομικής δυναμικής και των πιθανών επιπτώσεων που σχετίζονται με τους δασμούς, οι οποίες θα επιδείνωναν τα πλεονάσματα πέρα από το βασικό του σενάριο. Από την πλευρά της προσφοράς, μια ταχύτερη από την αναμενόμενη αύξηση από νέα έργα (π.χ. στη Βραζιλία και τη Νορβηγία) παράλληλα με την ανθεκτική παραγωγή υγρών καυσίμων στις ΗΠΑ θα μπορούσε να υλοποιήσει καθοδικούς κινδύνους σε σχέση με το βασικό της σενάριο, οδηγώντας ενδεχομένως τις τιμές στα 50 δολάρια.

Από την άλλη πλευρά, όπως προσθέτει η UBS, θα μπορούσε να υπάρξει υποστήριξη από την αναστολή ή την αντιστροφή της στρατηγικής του ΟΠΕΚ+ για την παραγωγή, και από απροσδόκητες διαταραχές του εφοδιασμού που προκύπτουν από γεωπολιτικούς κινδύνους. Η λήξη του JCPOA, της πυρηνικής συμφωνίας του Ιράν, στις 18 Οκτωβρίου θα μπορούσε να προκαλέσει αβεβαιότητα σχετικά με την ιρανική προσφορά, όπως προσθέτει η UBS ενώ η ρωσική παραγωγή θα μπορούσε να διαταραχθεί από την ευπάθεια των υποδομών και τις αυξημένες κυρώσεις. Μια εποικοδομητική επίλυση των δασμολογικών διαφορών θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για την παγκόσμια ανάπτυξη.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας