Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνονται απότομα σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ, η δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων μεγαλώνει και τα data centers της βιομηχανίας τεχνητής νοημοσύνης βρίσκονται ολοένα και περισσότερο στο στόχαστρο, ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών.
Τον Αύγουστο, οι οικιακοί λογαριασμοί ρεύματος ήταν κατά μέσο όρο 6% υψηλότεροι σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, σύμφωνα με την Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας των ΗΠΑ (EIA). Όμως σε πολιτείες όπου συγκεντρώνεται μεγάλος αριθμός data centers, οι αυξήσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες: 13% στη Βιρτζίνια, 16% στο Ιλινόι και 12% στο Οχάιο.
Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες και τα εργαστήρια AI χτίζουν data centers που σε ορισμένες περιπτώσεις καταναλώνουν έως και 1 GW—όσο μια πόλη 800.000 κατοικιών. Η Βιρτζίνια, που διαθέτει τη μεγαλύτερη συγκέντρωση data centers παγκοσμίως, αποτέλεσε το επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Η Δημοκρατική κυβερνήτης Abigail Spanberger κέρδισε με μεγάλη διαφορά, έχοντας κάνει σημαία της το κόστος ζωής και κατηγορώντας τις εταιρείες τεχνολογίας ότι επιβαρύνουν τους καταναλωτές. Υποσχέθηκε μάλιστα να τις υποχρεώσει να «πληρώνουν το δίκαιο μερίδιό τους».
Η νίκη της μπορεί να προμηνύει δυσκολίες για την περαιτέρω επέκταση των data centers, με τους Δημοκρατικούς να εστιάζουν στην ακρίβεια ενόψει εκλογών. Στην Ουάσιγκτον, οι γερουσιαστές Richard Blumenthal και Bernie Sanders κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι συνάπτει «ευνοϊκές συμφωνίες» με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, επιτρέποντας στους καταναλωτές να «επιδοτούν το κόστος των data centers».
Ο Abraham Silverman, πρώην γενικός νομικός σύμβουλος της επιτροπής κοινής ωφέλειας του Νιου Τζέρσεϊ, προειδοποιεί ότι «το τεχνοφοβικό κύμα είναι πραγματικό». Όπως λέει, οι κοινότητες με υψηλές συγκεντρώσεις data centers συχνά δεν θέλουν άλλες εγκαταστάσεις, λόγω θορύβου, κατανάλωσης πόρων και περιβαλλοντικών ανησυχιών.
Βιρτζίνια, Οχάιο και Ιλινόι: η καρδιά του προβλήματος
Οι τρεις αυτές πολιτείες εξυπηρετούνται από το σύστημα PJM Interconnection, το μεγαλύτερο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ. Το δίκτυο πραγματοποιεί δημοπρασίες για εξασφάλιση ηλεκτρικής ισχύος. Όμως η απότομη αύξηση της ζήτησης από data centers έχει δημιουργήσει τεράστιες πιέσεις.
Η δημοπρασία ικανότητας για το 2025–2026 εκτοξεύτηκε στα 14,7 δισ. δολάρια, από μόλις 2,2 δισ. την προηγούμενη περίοδο. Σύμφωνα με ανεξάρτητο παρατηρητή του PJM, περίπου 63% του κόστους —δηλαδή 9,3 δισ. δολάρια— σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με τη ζήτηση από data centers. Η πιο πρόσφατη δημοπρασία έφτασε τα 16,1 δισ., αύξηση 10%.
Οι αυξήσεις αυτές περνούν κατευθείαν στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Στο Ιλινόι, όπου λειτουργούν 244 data centers, οι τιμές αυξήθηκαν σχεδόν 16%. Στο Νιου Τζέρσεϊ, που δεν είναι από τις κορυφαίες πολιτείες σε αριθμό data centers, οι τιμές ανέβηκαν περίπου 20% — αρκετό ώστε η νέα κυβερνήτης Mikie Sherrill να κερδίσει με την υπόσχεση να παγώσει τις αυξήσεις.
Ο Silverman τονίζει ότι εκτός από τα data centers, η αύξηση τιμών επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες: τη γήρανση του δικτύου, την ακρίβεια στις κατασκευές νέων γραμμών μεταφοράς, την αυξανόμενη ζήτηση από τη βιομηχανία, τα ηλεκτρικά οχήματα και τις αντλίες θερμότητας.
Στο Οχάιο, η κατάσταση επιβαρύνεται και από τις καθυστερήσεις του PJM στην ενσωμάτωση νέων μονάδων παραγωγής, κυρίως ανανεώσιμων, με χρόνο αναμονής έως και πέντε χρόνια.
Τέξας & Καλιφόρνια: δύο διαφορετικές ιστορίες
Στο Τέξας, που διαθέτει πάνω από 400 data centers, οι τιμές αυξήθηκαν μόλις 4%. Το ανεξάρτητο δίκτυο ERCOT μπορεί να συνδέει νέα έργα παραγωγής πολύ γρηγορότερα —σε περίπου τρία χρόνια— γεγονός που απορροφά μέρος της ζήτησης.
Η Καλιφόρνια έχει από τις υψηλότερες τιμές ρεύματος στη χώρα, περίπου 80% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Ωστόσο, οι αυξήσεις της τελευταίας χρονιάς ήταν μόλις 1,2%, καθώς μεγάλο μέρος του κόστους που σχετίζεται με πυροπροστασία έχει πλέον αφαιρεθεί από τους λογαριασμούς.
Παρά τις πολιτικές πιέσεις και τις υποσχέσεις για μειώσεις, ειδικοί εκτιμούν ότι οι λογαριασμοί δύσκολα θα υποχωρήσουν μέσα στη δεκαετία. Η εκτόξευση της ζήτησης από data centers —σε συνδυασμό με τις αργές διαδικασίες αναβάθμισης και επέκτασης του δικτύου— οδηγεί σε μια νέα ενεργειακή πραγματικότητα με έντονο πολιτικό αντίκτυπο.