Στην Κοπεγχάγη βρέθηκε σήμερα ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Νίκος Τσάφος, όπου συμμετείχε σε ευρωπαϊκές διαβουλεύσεις για την ενεργειακή αγορά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Ο κ. Τσάφος μετέφερε το μήνυμα ότι η Ευρώπη πρέπει να συνεχίσει να χτίζει πάνω στην επιτυχία του καλοκαιριού που πέρασε, διασφαλίζοντας χαμηλότερες τιμές ενέργειας και καλύτερη σύγκλιση μεταξύ Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Ο Υφυπουργός υπενθύμισε ότι το καλοκαίρι του 2023 χαρακτηρίστηκε από εξαιρετικά αυξημένες τιμές στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και από μια μεγάλη “ψαλίδα” σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Αντίθετα, το καλοκαίρι του 2024, οι τιμές ήταν χαμηλότερες και οι αποκλίσεις σημαντικά μικρότερες. «Η διαφορά αυτή δεν είναι τυχαία», σημείωσε. «Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην καλύτερη προετοιμασία και συνεργασία των κρατών-μελών, ειδικά όσον αφορά στις συντηρήσεις μονάδων και διασυνδέσεων, ώστε να μην αφαιρείται ταυτόχρονα από την αγορά υπερβολικά μεγάλη παραγωγική δυναμικότητα».
Σημειώνεται ότι η προσπάθεια αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση στην χονδρική κατά 29% (Ιούνιος-Αύγουστος 2025, σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρσι) και την επακόλουθη σημαντική μείωση στα τιμολόγια τον Σεπτέμβριο.
Η ανάγκη θεσμοθέτησης καλών πρακτικών
Ο κ. Τσάφος τόνισε ότι στόχος της Ελλάδας είναι να θεσμοθετηθούν οι καλές πρακτικές που εφαρμόστηκαν φέτος. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκε και στις συστάσεις που παρουσίασε ο ευρωπαϊκός ρυθμιστής (ACER) στην Task Force του Ιουλίου. «Η Ελλάδα στηρίζει όλες αυτές τις προτάσεις», ανέφερε, «οι οποίες ήρθαν, μάλιστα, ως αποτέλεσμα συνεχούς πίεσης και ανάλυσης που ασκήσαμε προς την Κομισιόν και τον ACER».
Σημειώνεται ότι η συνεδρίαση της ειδικής Ομάδας Κρούσης (task force) για την Ενεργειακή Ένωση, συστάθηκε σε συνέχεια πρότασης που διατύπωσε ο Πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, σε επιστολή του προς την Πρόεδρο της Επιτροπής τον περασμένο Ιανουάριο. Μάλιστα μετά από αίτημα του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Σταύρου Παπασταύρου, η πρώτη συνεδρίαση της task force για την Νοτιοανατολική Ευρώπη έγινε στο τέλος του Ιουνίου, με τα γνωστά θετικά αποτελέσματα.
Ο ρόλος των διασυνδέσεων
Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο Υφυπουργός και στον κομβικό ρόλο των διασυνδέσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αναγνωρίσει τη σημασία τους, αυξάνοντας τους πόρους που θα διατεθούν για επενδύσεις στα δίκτυα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που, όπως τόνισε, «αντικατοπτρίζει και την επιμονή του ίδιου του Πρωθυπουργού, που πρώτος έθεσε το ζήτημα των δικτύων σε επίπεδο αρχηγών κρατών».
Η ελληνική πλευρά στηρίζει δύο βασικές θέσεις για την αξιοποίηση αυτών των πόρων:
- Να δοθεί έμφαση στα σημεία όπου παρατηρούνται συστηματικά μεγάλες αποκλίσεις τιμών μεταξύ όμορων αγορών, όπως η Ιβηρική, η Ιρλανδία, η Βαλτική, η Νοτιοανατολική Ευρώπη και η Κύπρος. Ειδικά για την Κύπρο η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει το εμβληματικό έργο Great Sea Interconnector που υλοποιεί ο ΑΔΜΗΕ και χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα, στo περιθώριo του συμβουλίου θα γίνει και συζήτηση με την Κυπριακή πλευρά ώστε να ξεκαθαρίσει η θέση της Κύπρου μετά τις αμφίσημες δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού για το συγκεκριμένο έργο.
- Ο σχεδιασμός να γίνει σε περισσότερο πανευρωπαϊκή βάση και όχι μόνο με εθνικά κριτήρια, ώστε να αξιοποιηθούν πλήρως τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε κράτους-μέλους και να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι με χαμηλότερο κόστος.
Ο κ. Τσάφος υπογράμμισε ότι η Ευρώπη χρειάζεται μακροχρόνιο σχεδιασμό για όλες τις μορφές ενέργειας, με στόχο την οικοδόμηση του ιδανικού και οικονομικότερου ενεργειακού συστήματος. «Οι επενδύσεις πρέπει να προκύπτουν από αυτό τον σχεδιασμό», είπε, «ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι επιλογές μας οδηγούν σε ένα βιώσιμο και ανταγωνιστικό ενεργειακό μέλλον». Παράλληλα, αναφέρθηκε στις προκλήσεις που δημιουργεί η αυξανόμενη διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπως μηδενικές ή αρνητικές τιμές, περικοπές, αυξημένο κόστος εξισορρόπησης και ανάγκες για ασφάλεια εφοδιασμού. «Η ευρωπαϊκή αγορά αλλάζει ταχύτατα», σημείωσε. «Χρειάζεται ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και καθοδήγηση σε επίπεδο Ε.Ε. για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων».
Και ο Υφυπουργός κατέληξε: «Η Ελλάδα θα συνεχίζει να βάζει συγκεκριμένες προτάσεις στο τραπέζι και να πρωτοστατεί στην ευρωπαϊκή συζήτηση για την ενεργειακή μετάβαση, προκειμένου να αποτελέσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να εξασφαλίσει προσιτή ενέργεια σε όλους».