Μετά από ενάμιση χρόνο ιστορικά χαμηλών τιμών, οι διεθνείς αγορές ηλιακής ενέργειας ετοιμάζονται για μια σημαντική ανατροπή. Η Wood Mackenzie προβλέπει αύξηση έως και 9% στις τιμές των ηλιακών πάνελ το τέταρτο τρίμηνο του 2025, εξαιτίας τριών καθοριστικών εξελίξεων στην Κίνα, της ενοποίησης της βιομηχανίας πολυπυριτίου, των περικοπών στην παραγωγή σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα και της κατάργησης της επιστροφής ΦΠΑ 13% στις εξαγωγές, που τίθεται σε ισχύ τον Οκτώβριο.
«Οι κατασκευαστές έργων έχουν συνηθίσει να αγοράζουν πάνελ και συστήματα αποθήκευσης σε τιμές κόστους, καθώς οι Κινέζοι παραγωγοί προσπαθούσαν να διαθέσουν τα πλεονάσματά τους», εξήγησε η Yana Hryshko, ανώτερη αναλύτρια και επικεφαλής της Παγκόσμιας Εφοδιαστικής Αλυσίδας Ηλιακής Ενέργειας της Wood Mackenzie. «Όμως η κυβέρνηση της Κίνας παρενέβη για να σταθεροποιήσει την αγορά. Αυτό σημαίνει ότι οι διεθνείς developers θα χρειαστεί να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες», πρόσθεσε.
Οι τιμές των πάνελ άγγιξαν ιστορικά χαμηλά επίπεδα $0,07–$0,09 ανά watt το 2024 και στις αρχές του 2025 — επίπεδα που θεωρήθηκαν “σημείο καμπής” για την αγορά. Τώρα, οι κατασκευαστές προειδοποιούν τους πελάτες τους για αυξήσεις γύρω στο 9% από το τέταρτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της κατάργησης της επιστροφής ΦΠΑ. Χωρίς εναλλακτικές πηγές προμήθειας βραχυπρόθεσμα, οι εταιρείες ανάπτυξης έργων αναμένεται να απορροφήσουν το επιπλέον κόστος.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι παραγωγοί πολυπυριτίου λειτουργούν στο 55%–70% της παραγωγικής τους ικανότητας, ενώ οι κατασκευαστές κυψελών και πάνελ έχουν μειώσει τη λειτουργία τους στο 55%–60% μέχρι τα μέσα του 2025. Παράλληλα, η κατάργηση της επιστροφής ΦΠΑ αναμένεται να επηρεάσει και τις τιμές μπαταριών, με παρόμοια ποσοστά αύξησης.
Οι αναλυτές της Wood Mackenzie χαρακτηρίζουν αυτή τη μετατόπιση ως «δομική διόρθωση της αγοράς» — μια επιστροφή σε πιο βιώσιμα περιθώρια κέρδους, ύστερα από μια περίοδο έντονου “πολέμου τιμών”. «Πρόκειται για μια εξέλιξη που ενισχύει τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα του κλάδου», τόνισε η Hryshko. «Για τους κατασκευαστές, είναι μια ευκαιρία να επανεπενδύσουν και να καινοτομήσουν. Για τους developers, μια ανάγκη προσαρμογής στις νέες πραγματικότητες. Και για τις κυβερνήσεις, μια υπενθύμιση των κινδύνων της υπερσυγκέντρωσης της παραγωγής σε μία χώρα», πρόσθεσε.