Η επικάθιση ρύπων σε φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις προκαλεί ετήσιες απώλειες εσόδων που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ για τη διεθνή ηλιακή βιομηχανία, σύμφωνα με το Διεθνές Πρόγραμμα Συνεργασίας Τεχνολογιών Συστημάτων Ηλιακής Ενέργεια (IEA-PVPS).
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται η επικάθιση αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες μειωμένης απόδοσης των φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων παγκοσμίως και ευθύνεται για απώλειες ενέργειας της τάξης του 4% έως 7% σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο όρος «επικάθιση» αναφέρεται στη συσσώρευση σκόνης, ρύπων και βιολογικών υπολειμμάτων στα φωτοβολταϊκά πάνελ. Οι μορφές επικάθισης διακρίνονται σε φυσικά αερολύματα, όπως ορυκτή σκόνη και θαλάσσιο αλάτι, εκπομπές από βιομηχανικές δραστηριότητες και καυσαέρια οχημάτων, φύλλα και περιττώματα πτηνών.
Το IEA-PVPS προειδοποιεί ότι, υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, η επικάθιση ενδέχεται να εξελιχθεί σε ακόμη πιο σοβαρή πρόκληση λόγω φαινομένων όπως οι ξηρασίες και οι αμμοθύελλες. Ως εκ τούτου, καθίσταται ολοένα και πιο κρίσιμη η εφαρμογή στρατηγικών μετριασμού. Τονίζεται μάλιστα ότι δεν υπάρχει ενιαία λύση που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις, καθώς οι στρατηγικές μετριασμού πρέπει να προσαρμόζονται στις τοπικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά κάθε εγκατάστασης. Αν και ο καθαρισμός αποτελεί τη συνηθέστερη πρακτική αντιμετώπισης της επικάθισης, το IEA-PVPS υπογραμμίζει ότι οι ενέργειες μετριασμού πρέπει να ξεκινούν πριν από τη λειτουργία του έργου, μέσω προληπτικών σχεδιαστικών παρεμβάσεων που διευκολύνουν τον καθαρισμό.
Οι τεχνολογίες καθαρισμού πρέπει να επιλέγονται βάσει των ιδιαιτεροτήτων κάθε τοποθεσίας, όπως η διαθεσιμότητα νερού, η διαμόρφωση του συστήματος και ο διαθέσιμος προϋπολογισμός. Παράλληλα, τα προγράμματα καθαρισμού οφείλουν να βελτιστοποιούνται, ώστε να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ των εσόδων από την ανακτώμενη ενέργεια και του λειτουργικού κόστους — καθώς ο υπερβολικά συχνός καθαρισμός μπορεί να οδηγήσει σε περιττές δαπάνες. Προσφέρονται μάλιστα και κατευθυντήριες οδηγίες για την παρακολούθηση και πρόγνωση της επικάθισης, υπογραμμίζοντας ότι οι μέθοδοι μέτρησης, συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων πρέπει να επιλέγονται σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, προκειμένου να διασφαλίζεται η απαιτούμενη ακρίβεια.