Η Itaipu Binacional προχώρησε στην έναρξη εγκατάστασης του πρώτου τμήματος του νέου πλωτού ηλιακού σταθμού που θα αναπτυχθεί στον ταμιευτήρα του υδροηλεκτρικού έργου στην Βραζιλία. Πρόκειται για ένα πιλοτικό εγχείρημα που φιλοδοξεί να καταστήσει την εταιρεία πρωτοπόρο στην καινοτομία και την ενεργειακή μετάβαση της Λατινικής Αμερικής.
Η πρώτη φάση του έργου περιλαμβάνει τη συναρμολόγηση δέκα συστοιχιών φωτοβολταϊκών πλαισίων, με την ολοκλήρωση της τρέχουσας φάσης να αναμένεται μέχρι το τέλος του μήνα. Η πλήρης λειτουργία της μονάδας προγραμματίζεται εντός του έτους, ενώ η παραγόμενη ενέργεια θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τις εσωτερικές ανάγκες της Itaipu.
Το «ηλιακό νησί» θα αποτελείται από 1.584 φωτοβολταϊκά πάνελ ισχύος 705 W το καθένα, τοποθετημένα σε 4.199 πλωτήρες. Η εγκατεστημένη ισχύς θα φθάνει το 1 MWp, επαρκής για την τροφοδοσία περίπου 650 νοικοκυριών. Το πρώτο τμήμα, με 132 πλαίσια, έχει ήδη ολοκληρωθεί και τοποθετηθεί στον ταμιευτήρα.
Σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο γενικό διευθυντή της Itaipu, Ένιο Βέρι, η εμπειρία αυτή αναδεικνύει τον ρόλο της εταιρείας στην καινοτομία του ενεργειακού τομέα. «Τέτοια έργα μας επιτρέπουν να εξετάσουμε πώς οι νέες τεχνολογίες μπορούν να συνδυαστούν με την καθημερινή λειτουργία της υδροηλεκτρικής μονάδας, χωρίς να διαταράσσουν την αποστολή της για ασφαλή και βιώσιμη παραγωγή ενέργειας», υπογράμμισε.
Το έργο υλοποιείται από κοινοπραξία βραζιλιάνικης και παραγουανής εταιρείας, της Sunlution και της Luxacril, που εξασφάλισαν τη σύμβαση με προσφορά ύψους 854,5 χιλιάδων δολαρίων. Το σύστημα θα συνδεθεί με τον παραγουανό υποσταθμό, ενώ ο εξοπλισμός διαθέτει διεθνείς πιστοποιήσεις ποιότητας, αναμενόμενη διάρκεια ζωής 30 ετών και ανθεκτικότητα σε ακραίες καιρικές συνθήκες.
Ο διευθυντής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας της Itaipu, Ροζέριο Μενεγκέτι, επεσήμανε ότι ο στόχος είναι η αξιολόγηση κάθε φάσης πριν εξεταστεί πιθανή επέκταση του έργου. «Μετατρέπουμε τα σχέδια σε πραγματικότητα. Πρόκειται για μια πειραματική πρωτοβουλία που θα μας βοηθήσει να αναγνωρίσουμε τεχνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, αλλά και να συγκρίνουμε την αποδοτικότητα παραγωγής σε γη και σε νερό», σημείωσε.