*Ζαΐρης Γιώργος
Ήταν 15 Απριλίου 2010. Η Ελλάδα βρισκόταν στο χείλος μιας πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης. Στην εξουσία βρισκόταν η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, με υπουργό Οικονομικών τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 είχε μόλις αναθεωρηθεί από την Eurostat στο 13,6% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος είχε ξεπεράσει το 115% του ΑΕΠ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είχαν εκτοξευθεί και η χώρα είχε ουσιαστικά αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές. Οι διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ για τη δημιουργία μηχανισμού στήριξης βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, ενώ το κοινωνικό κλίμα ήταν βαρύ, με διαδηλώσεις και ανησυχία για τα επερχόμενα μέτρα λιτότητας. Παρόλα αυτά και μέσα σε αυτό το σκηνικό αστάθειας και αβεβαιότητας, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών έκλεινε στις 2.003,26 μονάδες — και ήταν η τελευταία φορά που ξεπερνούσε το ορόσημο των 2.000 μονάδων για τα επομενα 15 χρόνια.
Αυγούστος 2025. Το ελληνικό χρηματιστήριο έφτασε ξανά εκεί όπου είχε να βρεθεί περισσότερο από μια δεκαπενταετία: πάνω από τις 2.000 μονάδες. Η υπέρβαση αυτού του ορίου δεν ήταν απλώς αριθμητική καθώς για πολλούς επενδυτές, σηματοδοτεί την επανεμφάνιση μιας αυτοπεποίθησης που είχε χαθεί μέσα στα χρόνια της κρίσης, της δημοσιονομικής προσαρμογής και της πολιτικής αβεβαιότητας. Παρά το ότι η διεθνής συγκυρία εξακολουθεί να είναι σύνθετη με γεωπολιτικές εντάσεις, η ελληνική αγορά έδειξε αξιοσημείωτη δυναμική. Ο τραπεζικός κλάδος, που για χρόνια βρισκόταν στο περιθώριο, ανέκτησε για πρώτη φορά ηγετικό ρόλο, ενώ η παρουσία νέων εταιρειών και η επιστροφή του ενδιαφέροντος από θεσμικούς επενδυτές συνέβαλαν στην ενίσχυση της ρευστότητας και της εμπιστοσύνης.
Παρά την εντυπωσιακή πορεία του Χρηματιστηρίου, γεννάται εύλογα το ερώτημα κατά πόσο η εικόνα αυτή αντανακλά την ευρύτερη πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το ελληνικό χρηματιστηριακό ταμπλό εξακολουθεί να κυριαρχείται από έναν περιορισμένο αριθμό μεγάλων επιχειρήσεων —κυρίως τραπεζών, ενεργειακών ομίλων, εισηγμένων στον τουριστικό και βιομηχανικό τομέα— αφήνοντας εκτός κάδρου το συντριπτικό ποσοστό της πραγματικής παραγωγικής βάσης της χώρας.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΛΣΤΑΤ, το 99,9% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα κατατάσσονται στις μικρομεσαίες (ΜμΕ), ενώ περίπου 96% είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζόμενους. Οι ΜμΕ συμβάλλουν σε περισσότερο από το 65% της απασχόλησης και περίπου 56% της προστιθέμενης αξίας του ιδιωτικού τομέα της χώρας (European Commission, Annual Report on European SMEs 2023/2024 και ΕΛΣΤΑΤ, Μητρώο Επιχειρήσεων 2024).
Σε αυτό το πλαίσιο, καθίσταται σαφές ότι η ανάκαμψη του Γενικού Δείκτη δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της ενδεικτική ευρύτερης οικονομικής ανάταξης. Αντιθέτως, ενισχύεται η ανάγκη αναζήτησης τρόπων διασύνδεσης της χρηματιστηριακής αγοράς με τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα — που παραμένει θεμέλιο της ελληνικής οικονομίας — ώστε να συμβάλλει περισσότερο τόσο στην απασχόληση όσο και στη βελτίωση της καθημερινότητας του μέσου Έλληνα επιχειρηματία αλλά και πολίτη.
Ο Ζαΐρης Γιώργος εργάζεται ως Senior Manager σε πολυεθνική με έδρα το Λουξεμβούργο και ειδικεύεται στη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και Δημόσιους Φορείς σε θέματα αποτίμησης χαρτοφυλακίων και δανείων.