Από τα ξημερώματα της Τετάρτης (ώρα Ουάσιγκτον), οι εξαγωγές της Ινδίας προς τις ΗΠΑ επιβαρύνονται με δασμούς 50% – τους υψηλότερους στην Ασία – μετά την απόφαση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να διπλασιάσει τον προηγούμενο συντελεστή 25%. Η κίνηση αυτή αποτελεί «τιμωρία» για τις αγορές ρωσικού πετρελαίου από το Νέο Δελχί, τις οποίες ο Τραμπ κατηγόρησε ότι «χρηματοδοτούν τον πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην Ουκρανία». Η ινδική κυβέρνηση αντέδρασε έντονα, χαρακτηρίζοντας τα μέτρα «άδικα, αδικαιολόγητα και παράλογα».
Οι νέοι δασμοί απειλούν να ανατρέψουν τη μακροχρόνια στρατηγική σύσφιξης δεσμών ΗΠΑ–Ινδίας και να πλήξουν την ανταγωνιστικότητα της δεύτερης έναντι χωρών όπως η Κίνα, το Βιετνάμ και η Καμπότζη. Οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο εξαγωγικό προορισμό της Ινδίας, απορροφώντας περίπου το 20% των συνολικών εξαγωγών αγαθών ύψους 434 δισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο 2025.
Αναλυτές προειδοποιούν για σοβαρές επιπτώσεις στην ανάπτυξη: η Capital Economics υπολογίζει ότι η αμερικανική ζήτηση ενισχύει περίπου κατά 2% το ινδικό ΑΕΠ, ενώ η Citigroup και η Goldman Sachs εκτιμούν ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάπτυξη κατά 0,6–0,8 ποσοστιαίες μονάδες, περιορίζοντάς την γύρω στο 6% από την προηγούμενη πρόβλεψη για 7%. Παρότι η εγχώρια κατανάλωση – που αντιπροσωπεύει περίπου το 60% του ΑΕΠ – μπορεί να μετριάσει εν μέρει τον αντίκτυπο, το σοκ είναι έντονο για τους εξαγωγικούς κλάδους.
Ποιοι κλάδοι πλήττονται
Το κύριο βάρος πέφτει στα βιομηχανικά προϊόντα, που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο κομμάτι των εξαγωγών προς τις ΗΠΑ (περίπου 16% των συνολικών εξαγωγών τους). Ανταλλακτικά αυτοκινήτων, μηχανήματα και ενεργειακός εξοπλισμός βρίσκονται αντιμέτωπα με τις νέες επιβαρύνσεις, όπως και οι εξαγωγές σιδήρου, χάλυβα και μη σιδηρούχων μετάλλων. Οι δασμοί για τον χάλυβα βρίσκονταν ήδη στο 50% και πλέον επεκτείνονται σε περισσότερα προϊόντα.
Ιδιαίτερα εκτεθειμένοι είναι επίσης οι κλάδοι κοσμημάτων, υφασμάτων και ένδυσης – τομείς υψηλής έντασης εργασίας. Τα κοσμήματα συνεισφέρουν περίπου 7% στο ΑΕΠ και απασχολούν 5 εκατ. εργαζόμενους, ενώ το 33% των εξαγωγών τους κατευθύνεται στις ΗΠΑ. Ανάλογα υψηλή εξάρτηση έχει και ο τομέας των υφασμάτων, με 34% των εξαγωγών του να απορροφώνται από την αμερικανική αγορά και συνολική απασχόληση 45 εκατ. εργαζομένων. «Πρόκειται για στρατηγικό σοκ που απειλεί την παρουσία της Ινδίας στις αμερικανικές αγορές έντασης εργασίας, με κίνδυνο μαζικής ανεργίας», σχολιάζει ο Ατζάι Σριβαστάβα, ιδρυτής του ινδικού think tank Global Trade Research Initiative.
Στον τομέα των ηλεκτρονικών – όπου το 38% των εξαγωγών κατευθύνεται στις ΗΠΑ – οι δασμοί δεν εφαρμόζονται ακόμη, προσφέροντας προσωρινή ανάσα σε κολοσσούς όπως η Apple, που έχουν επενδύσει στη συναρμολόγηση iPhones στην Ινδία. Το ίδιο ισχύει και για τα φαρμακευτικά προϊόντα, αν και ο Τραμπ απείλησε με μελλοντική επιβολή δασμών που «θα μπορούσαν να φτάσουν έως και 250%». Οι εξαγωγές φαρμάκων και σκευασμάτων στις ΗΠΑ ξεπερνούν τα 10,5 δισ. δολάρια, περίπου το 35% των συνολικών φαρμακευτικών εξαγωγών της χώρας.
Πολιτικές διαστάσεις
Η εξέλιξη έρχεται έπειτα από μήνες εμπορικών συνομιλιών ΗΠΑ–Ινδίας, αιφνιδιάζοντας το Νέο Δελχί. Παράλληλα, οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί λόγω των αγορών ρωσικού πετρελαίου. Η Ινδία, που απορροφά περίπου το 37% των ρωσικών εξαγωγών, υποστηρίζει ότι αυτές συμβάλλουν στη σταθερότητα της αγοράς ενέργειας και δηλώνει πως θα συνεχίσει «ανάλογα με το οικονομικό όφελος». Ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι ενισχύει παράλληλα τις σχέσεις με τη Ρωσία και τους BRICS, ενώ αναμένεται να επισκεφθεί την Κίνα για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια, προκειμένου να συναντήσει τον Σι Τζινπίνγκ στο περιθώριο συνόδου ασφαλείας.
Οι αγορές έχουν ήδη αντιδράσει αρνητικά: η ρουπία είναι το νόμισμα με τη χειρότερη επίδοση στην Ασία το 2025, ενώ ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει σχεδόν 5 δισ. δολάρια από τα ινδικά χρηματιστήρια από τον Ιούλιο. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Τριν Νγκουέν της Natixis, «η εξωτερική πίεση ίσως ωθήσει την Ινδία να επιταχύνει μεταρρυθμίσεις σε γη, εργασία και απελευθέρωση αγορών για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της».