Μια υπόθεση που ξεκίνησε από μια απλή αναφορά πιθανής βλάβης μετρητή κατέληξε σε θεσμικό “φρένο” στις πρακτικές του ΔΕΔΔΗΕ, με την Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) να δικαιώνει για δεύτερη φορά καταναλώτρια που βρέθηκε αντιμέτωπη με καταλογισμό ρευματοκλοπής και αιφνίδια διακοπή ηλεκτροδότησης.
Σύμφωνα με την απόφαση Ε-238/2025 της ΡΑΑΕΥ, ο Διαχειριστής προχώρησε σε διαπίστωση ρευματοκλοπής, καταλογίζοντας ποσό ύψους 2.686,82 ευρώ, χωρίς όμως να τηρήσει βασικές και υποχρεωτικές διαδικασίες ενημέρωσης του καταναλωτή. Η επίμαχη πράξη ουδέποτε κοινοποιήθηκε νόμιμα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι παραδόθηκε ή θυροκολλήθηκε δελτίο επίσκεψης συνεργείου κατά τον έλεγχο του μετρητή.
Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι η καταναλώτρια πληροφορήθηκε την ύπαρξη της οφειλής μόνο όταν, παραμονές Πρωτοχρονιάς, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς ρεύμα στο σπίτι της. Η διακοπή ηλεκτροδότησης έγινε ενώ ο ίδιος ο ΔΕΔΔΗΕ γνώριζε ότι η επιστολή καταλογισμού είχε επιστραφεί χωρίς να παραληφθεί, γεγονός που, κατά τη ΡΑΑΕΥ, ακυρώνει κάθε έννοια σύννομης διαδικασίας.
Παράλληλα, η Ρυθμιστική Αρχή εντοπίζει σοβαρές αντιφάσεις στα τεχνικά ευρήματα του Διαχειριστή. Διαφορετικές αναφορές σε έγγραφα για τα ίδια δήθεν ευρήματα, ασαφείς περιγραφές της υποτιθέμενης παρέμβασης στον μετρητή και φωτογραφικό υλικό που δεν τεκμηριώνει με επάρκεια αναστροφή φάσεων ή αλλοίωση της συνδεσμολογίας, συνθέτουν – κατά την απόφαση – μια εικόνα ελλιπούς, μη διαφανούς και προβληματικής τεκμηρίωσης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνει η ΡΑΑΕΥ και στο γεγονός ότι ο ΔΕΔΔΗΕ δεν παρείχε πλήρη και ακριβή ενημέρωση ούτε προς την ίδια την Αρχή, αποσιωπώντας κρίσιμα στοιχεία της υπόθεσης. Η πρακτική αυτή κρίθηκε αντίθετη τόσο στο Εγχειρίδιο Ρευματοκλοπών όσο και στην υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας των εποπτευόμενων επιχειρήσεων με τον ρυθμιστή.
Η απόφαση ξεκαθαρίζει ότι η διακοπή ρεύματος λόγω οφειλής από ρευματοκλοπή προϋποθέτει αποδεδειγμένη γνώση του καταναλωτή για τον καταλογισμό. Όταν αυτή η γνώση δεν υπάρχει, η διακοπή δεν αποτελεί απλώς διαδικαστική αστοχία, αλλά πράξη εκτός ρυθμιστικού πλαισίου.
Πέρα από τη συγκεκριμένη υπόθεση, το μήνυμα είναι σαφές: η καταπολέμηση της ρευματοκλοπής δεν μπορεί να γίνεται με παρακάμψεις κανόνων, ασαφή έγγραφα και αιφνιδιαστικές διακοπές. Το βάρος απόδειξης βαραίνει τον Διαχειριστή και όχι τον καταναλωτή, ενώ η διαφάνεια και η τήρηση των εγγυήσεων δεν είναι τυπική υποχρέωση αλλά θεμέλιο της νομιμότητας.
Σε μια περίοδο όπου η ενεργειακή ασφάλεια και το κόστος ρεύματος βρίσκονται στο επίκεντρο της κοινωνικής πίεσης, η δεύτερη αυτή δικαίωση λειτουργεί ως καμπανάκι: το ρεύμα δεν μπορεί να κόβεται «στον διακόπτη της αυθαιρεσίας». Αντίθετα, οφείλει να περνά πρώτα από τον διακόπτη της νομιμότητας.