Σαφείς αιχμές για τον τρόπο λειτουργίας της ελληνική αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και για τη συμπεριφορά των προσφορών παραγωγών στις κρίσιμες ώρες του καλοκαιριού του 2024 όταν οι τιμές του ρεύματος έφτασαν να αγγίξουν ακόμα και τα 1000 €/MWh, αφήνει η Ευρωπαϊκή Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ACER).
Στην ετήσια έκθεσή της για την ευρωπαϊκή χονδρική αγορά, αναλύει το φαινόμενο των ακραίων τιμών με τις οποίες βρέθηκε αντιμέτωπη η ελληνική αγορά, χωρίς να αποδίδει το πρόβλημα μόνο μόνο στον καύσωνα ή την αυξημένη ζήτηση. Αντίθετα σημειώνει ότι αυτό που συνέβη «είναι συμβατό με περιορισμένη ανταγωνιστική λειτουργία και πιθανή άσκηση ισχύος στην αγορά» και ότι χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Με άλλα λόγια, η ACER δεν μιλά για απλή συμπτωματική άνοδο τιμών, αλλά υποδεικνύει ότι ο τρόπος διαμόρφωσης των τιμών ίσως ενίσχυθηκε από στρατηγική συμπεριφορά. Προσθέτει δε ότι υπάρχουν ενδείξεις που απαιτούν έλεγχο, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «η αλλαγή στη συμπεριφορά των προσφορών ενδέχεται να έχει συμβάλει στις ακραίες τιμές. Απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση.»
Ο καύσωνας
Η ανάλυση της ACER ξεκινά από τον πρώτο παράγοντα που πίεσε το σύστημα, τον παρατεταμένο καύσωνα. Η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις πιο ευάλωτες χώρες της Ευρώπης, καθώς, όπως καταγράφεται, «η ζήτηση αυξήθηκε κατά περίπου 388 MW ανά 1°C πάνω από τους 20°C», ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό αντίστοιχο ρυθμό».
Η κρίσιμη χρονική ζώνη ήταν οι ώρες μετά τις 19:00, όταν η παραγωγή από φωτοβολταϊκά μειώνεται φυσιολογικά, ενώ η ζήτηση για ψύξη παραμένει υψηλή. Παραδοσιακά, αυτές οι ανάγκες καλύπτονται από ευέλικτες μονάδες φυσικού αερίου. Όμως το καλοκαίρι του 2024 αρκετές από αυτές βρίσκονταν σε συντήρηση ή λειτουργούσαν μειωμένα, ενώ τα υδροηλεκτρικά δεν διέθεταν επαρκή αποθέματα για να εξομαλύνουν τις αιχμές. Παράλληλα, οι διασυνδέσεις με γειτονικά συστήματα – οι οποίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν κρίσιμες ποσότητες ηλεκτρισμού από άλλες αγορές – δεν αξιοποιήθηκαν πλήρως, είτε λόγω τεχνικών περιορισμών είτε λόγω προγραμματισμένων παρεμβάσεων στο δίκτυο.
Μια μικρή αύξηση στην ζήτηση εκτόξευε τις τιμές
Στο σημείο αυτό, η αγορά εισήλθε σε κατάσταση στενότητας. Και εκεί, σύμφωνα με την ACER, καταγράφηκε η πλέον κρίσιμη συμπεριφορά, η αλλαγή στην καμπύλη προσφοράς. Η Αρχή μελέτησε τις ίδιες τις προσφορές παραγωγών στον Ημερήσιο Ενεργειακό Προγραμματισμό και καταγράφει ότι «στις ώρες όπου η αγορά ήταν σφιχτή, η καμπύλη προσφοράς έγινε κυρτή, με απότομες μεταβολές προς υψηλότερες τιμές», δηλαδή οι προσφορές μετατοπίστηκαν μαζικά προς τα πάνω.
Με απλά λόγια, ακόμη και μια μικρή αύξηση στη ζήτηση οδηγούσε σε υπερβολική άνοδο της τελικής τιμής, όχι επειδή άλλαζαν θεμελιωδώς τα κόστη παραγωγής, αλλά επειδή η «τελευταία μονάδα» που κάλυπτε τη ζήτηση προσφερόταν σε εξαιρετικά υψηλή τιμή. Η ACER χαρακτηρίζει αυτή τη συμπεριφορά «συμβατή με περιορισμένη ανταγωνιστική λειτουργία και πιθανή άσκηση ισχύος στην αγορά», διευκρινίζοντας όμως ότι η διαπίστωση αυτή δεν συνιστά τεκμήριο παραβίασης, αλλά συστατικό στοιχείο που χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης.
Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε ο τρόπος υποβολής προσφορών μπορεί να έχει επιδεινώσει την αύξηση των τιμών. Το αν αυτό συνέβη σκόπιμα, αν αποτελεί φυσική αντίδραση σε στρεβλώσεις της αγοράς ή αν πρόκειται για συστημική αδυναμία, είναι ζήτημα που, όπως αφήνει να εννοηθεί η ACER, οφείλει να διερευνηθεί.
Η έλλειψη ευελιξίας
Η έκθεση καταλήγει με μια προειδοποίηση που αποκτά βάρος ενόψει των επόμενων ετών: «Η έλλειψη ευελιξίας παραμένει κεντρική πρόκληση και πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα για να μειωθεί η έκθεση της Ελλάδας στη μεταβλητότητα».
Στις συστάσεις της η ACER αναφέρει ότι απαιτείται ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης (μπαταρίες και υδροηλεκτρική άντληση), ενίσχυση της διακοπτόμενης ζήτησης, καλύτερη αξιοποίηση και ενίσχυση των διασυνδέσεων με γειτονικά συστήματα και σχεδιασμός που επιτρέπει την ομαλή ένταξη μεγάλου όγκου ανανεώσιμων πηγών στο σύστημα.
Το καλοκαίρι του 2024 δεν ήταν εξαίρεση. Ήταν, όπως διαπιστώνει η ACER, ένδειξη για το τι μπορεί να ακολουθήσει, καθώς η κλιματική κρίση επιτείνεται και οι αιχμές θερμοκρασίας γίνονται συχνότερες.