Η αγορά φωτοβολταϊκών στέγης στην Αυστραλία σημείωσε σημαντική άνοδο τον Σεπτέμβριο του, μετά από μια υποτονική περίοδο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της SunWiz, εγκαταστάθηκαν 237 MW νέας ηλιακής ισχύος, καθιστώντας τον Σεπτέμβριο τον τρίτο καλύτερο μήνα του έτους και καταγράφοντας αύξηση 16,6% σε σχέση με τον Αύγουστο.
Παράλληλα, η αγορά αποθήκευσης ενέργειας παρουσίασε εντυπωσιακή δυναμική: 639 MWh μικρής κλίμακας μπαταριών καταγράφηκαν μέσα σε έναν μήνα — ποσότητα που αντιστοιχεί στο 75% της συνολικής εγκατάστασης του 2024. Η αύξηση αυτή, της τάξης του 55%, ανατρέπει τις προηγούμενες εκτιμήσεις για σταθεροποίηση της αγοράς αποθήκευσης.
«Μετά το αρχικό κύμα αυτόνομων μπαταριών, οι εγκαταστάσεις που συνδυάζουν φωτοβολταϊκά και αποθήκευση (PV+ESS) είναι πλέον η κυρίαρχη επιλογή, οδηγώντας σε νέα αύξηση των πωλήσεων ηλιακών συστημάτων», δήλωσε ο Warwick Johnston, Διευθύνων Σύμβουλος της SunWiz στο περιοδικό pv.
Όλες οι πολιτείες παρουσίασαν αύξηση στις εγκαταστάσεις, με τη Δυτική Αυστραλία να σημειώνει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο (+28%) και τη Νέα Νότια Ουαλία τη μεγαλύτερη αύξηση σε MW. Ιδιαίτερη κινητικότητα παρατηρείται σε εγκαταστάσεις 75–100 kW, αλλά και σε μικρότερες κατηγορίες ισχύος, όπως κάτω των 3 kW, λόγω επεκτάσεων υπαρχόντων συστημάτων σε συνδυασμό με νέες μπαταρίες. Σημαντική αύξηση εντοπίζεται επίσης στις κατηγορίες 8–10 kW και 15–20 kW, ανεβάζοντας το μέσο μέγεθος συστήματος στα 10,4 kW, από 10,16 kW τον Αύγουστο.
Το μέγεθος μπαταριών αυξήθηκε στα 24,4 kWh, από 21,36 kWh τον προηγούμενο μήνα. Η Νέα Νότια Ουαλία ηγήθηκε με 238 MWh εγκαταστάσεων, ακολουθούμενη από το Κουίνσλαντ (130 MWh) και τη Βικτώρια (107 MWh). Το τμήμα των 30–50 kWh σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, καθώς οι καταναλωτές αξιοποιούν ομοσπονδιακές επιδοτήσεις και αυξάνεται το ενδιαφέρον από μικρές επιχειρήσεις.
Παρά τη θετική πορεία του Σεπτεμβρίου, ο συνολικός όγκος εγκαταστάσεων από την αρχή του 2025 παραμένει 15% χαμηλότερος σε σχέση με την περσινή χρονιά. Τα 237 MW που εγκαταστάθηκαν είναι 10% λιγότερα από τον Σεπτέμβριο του 2024, υποδηλώνοντας μια πιο συγκρατημένη αγορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.