Ο ραγδαίος ρυθμός αδειοδοτήσεων έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας των προηγούμενων ετών φαίνεται ότι έχει πλέον κοπάσει για τα καλά. Η τεράστια ουρά έργων που περιμένουν να συνδεθούν στο δίκτυο έχει περιορίσει τη ζήτηση για νέες άδειες, ενώ η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΑΕΥ) προχωρά σε ανακλήσεις και παύσεις για έργα που δεν προχώρησαν.
Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν μια δραματική μείωση ιδιαίτερα στις αιτήσει φωτοβολταϊκών, οι οποίες τον Ιούνιο περιορίστηκαν σε μόλις 0,05 GW, από 41,8 GW το Δεκέμβριο του 2020, ενώ στα αιολικά καταγράφηκε πτώση 65%, από 618 MW σε 214 MW σε σχέση με πέρυσι.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που παρουσιάστηκαν, συνολικά έχουν δοθεί άδειες για 110 GW έργων ΑΠΕ. Από αυτά, 74,4 GW αφορούν φωτοβολταϊκά και 25,1 GW αιολικά. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των επενδύσεων δεν υλοποιήθηκε, με αποτέλεσμα η ΡΑΑΕΥ να έχει αναστείλει ή ανακαλέσει τις άδειες αυτές.
Από τα έργα που παραμένουν ενεργά, αν συνυπολογιστούν και οι μονάδες με αποθήκευση ενέργειας, προκύπτει συνολική ισχύς 80 GW. Από αυτά, 15 GW βρίσκονται ήδη σε λειτουργία, άλλα 15 GW έχουν οριστικούς όρους σύνδεσης και περιμένουν να ενταχθούν στο σύστημα, ενώ περίπου 50 GW βρίσκονται σε πιο πρώιμο στάδιο αδειοδότησης.
Ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος ανέρχεται σήμερα σε 19 GW, με προβλέψεις για αύξηση στα 30 GW έως το 2030, μέσω επενδύσεων που πραγματοποιούν ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον ιδιαίτερη δυνατότητα απορρόφησης νέων έργων, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στις αιτήσεις.
Η αγορά εισέρχεται πλέον σε φάση «ωρίμανσης», με έμφαση σε έργα που έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες υλοποίησης και ώριμη αδειοδοτική διαδικασία, αφήνοντας πίσω το μαζικό κύμα των προηγούμενων ετών.
«Πονοκέφαλο» προκαλεί η καθυστέρηση μηχανισμού αντιστάθμισης
Μέσα σε όλο αυτό το αλαλούμ, η αβεβαιότητα εντείνεται στους φωτοβολταϊκούς παραγωγούς λόγω της καθυστέρησης στην εφαρμογή του Μηχανισμού Αντιστάθμισης, ο οποίος θα δώσει τη λύση στο «αγκάθι» των περικοπών.
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο πιεστικό καθώς οι περικοπές παραγωγής συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ η εφαρμογή τους παραμένει ανισοβαρής ανάμεσα στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής.
Οι μεγαλύτερες επιπτώσεις εντοπίζονται στα φωτοβολταϊκά στο ΕΣΜΗΕ, όπου οι περικοπές εμφανίζονται κυρίως τις μεσημβρινές ώρες και φτάνουν πλέον το 15% της συνολικής παραγωγής για το πρώτο 8μηνο του 2025, έναντι 9% την ίδια περίοδο πέρυσι. Στο δίκτυο διανομής, οι απώλειες περιορίζονται στο 7-10% για έργα μέσης τάσης και μόλις στο 4-5% για μικρά φωτοβολταϊκά κάτω του 1 MW.
Η ανισότητα αυτή σημαίνει ότι τα μεγάλα ηλιακά πάρκα υφίστανται τριπλάσιο «ψαλίδι» σε σχέση με τα μικρότερα, με αποτέλεσμα οι απώλειες εσόδων να φτάνουν σε εκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα, πολλά από αυτά τα πάρκα έχουν μονοψήφια IRR και χρηματοδοτούνται με δάνεια, γεγονός που καθιστά τις περικοπές επικίνδυνα κοντά στο όριο βιωσιμότητας των έργων.
Πηγές της αγοράς επισημαίνουν ότι η άμεση δρομολόγηση του Μηχανισμού Αντιστάθμισης είναι κρίσιμη. Η εφαρμογή του θα διασφαλίσει ότι από τις αρχές του 2026 θα «τρέξουν» οι εκκαθαρίσεις για το τρέχον έτος και θα επιστραφούν τα ποσά από τις πλεονάζουσες περικοπές, δίνοντας ανάσα στους παραγωγούς και αποκαθιστώντας τη δίκαιη κατανομή της πράσινης ενέργειας.