Η ρωσική ενεργειακή εταιρεία Lukoil ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στην πώληση των διεθνών της περιουσιακών στοιχείων, μετά την επιβολή νέων αμερικανικών κυρώσεων, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα γύρω από τη δραστηριότητά της στη Βόρεια Μακεδονία, όπου λειτουργεί περίπου 40 πρατήρια καυσίμων και απασχολεί εκατοντάδες εργαζόμενους.
Σύμφωνα με ανακοίνωση στην επίσημη ιστοσελίδα της, η Lukoil έκανε γνωστό ότι αποδέχθηκε προσφορά για τα ξένα της περιουσιακά στοιχεία και δεσμεύτηκε να μην διαπραγματευτεί με άλλους πιθανούς αγοραστές. Οι βασικοί όροι της συμφωνίας έχουν ήδη καθοριστεί μεταξύ των δύο πλευρών.
Ο αγοραστής είναι η Gunvor Group, ελβετική εταιρεία εμπορίας ενέργειας που ιδρύθηκε από τον Σουηδό επιχειρηματία Torbjörn Törnqvist και τον Ρώσο ολιγάρχη Gennady Timchenko, στενό συνεργάτη του Κρεμλίνου. Ο Timchenko, ο οποίος έχει τεθεί υπό κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, πούλησε το μερίδιό του στη Gunvor το 2014 – λίγο πριν τεθούν σε ισχύ οι κυρώσεις εις βάρος του – σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιήσει την εταιρεία από τη ρωσική επιρροή.
Παρά τους ισχυρισμούς της Gunvor ότι δεν ελέγχεται πλέον από ρωσικά συμφέροντα, το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει δώσει προθεσμία έως τις 21 Νοεμβρίου για να ολοκληρωθούν όλες οι συναλλαγές με τη Lukoil και τη Rosneft, άλλη μία ρωσική εταιρεία ενέργειας που βρίσκεται στη λίστα των κυρώσεων.
Η Lukoil ανέφερε ότι η συμφωνία τελεί ακόμη υπό την έγκριση του Γραφείου Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) των ΗΠΑ και ότι τα εμπλεκόμενα μέρη ενδέχεται να ζητήσουν παράταση της ισχύουσας άδειας εάν χρειαστεί.
Η Lukoil, που αντιπροσωπεύει περίπου το 2% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, διατηρεί σημαντικά περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό, όπως το κοίτασμα πετρελαίου West Qurna 2 στο Ιράκ, το διυλιστήριο Lukoil Neftochim Burgas στη Βουλγαρία – το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια – και το διυλιστήριο Petrotel στη Ρουμανία.
Στη Βόρεια Μακεδονία, η Lukoil εισήλθε στην αγορά στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και έκτοτε έχει εξελιχθεί σε βασικό παίκτη της λιανικής αγοράς καυσίμων. Οποιαδήποτε αλλαγή ιδιοκτησίας ενδέχεται να επηρεάσει τις τιμές των καυσίμων, την προσφορά και – το σημαντικότερο – την απασχόληση εκατοντάδων εργαζομένων.