Στην πρίζα σχεδιάζει να βάλει η ΔΕΗ τη νέα «πράσινη» επένδυση που αφορά μονάδα καύσης απορριμμάτων στα λιγνιτικά πεδία της Δυτικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο του μεγαλεπήβολου επενδυτικού project των 12 δις. ευρώ (περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ανάπτυξη mega data center, φωτοβολταϊκά, αιολικά, έργα αποθήκευσης ενέργειας) στην περιοχή που εκτείνεται αε βάθος δεκαετίας (έως το 2030).
«Πράσινη» θερμική ενέργεια… από σκουπίδια
Η μονάδα «Waste to Energy» σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στο χώρο που βρίσκεται σήμερα η αυλή του λιγνίτη του λιγνιτικού σταθμού Πτολεμαΐδα 5, χωρίς αυτή τη στιγμή να υπάρχει ακριβές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Ο σχεδιασμός της μονάδας προβλέπει την εγκατάσταση γεννήτριας ισχύος περίπου 38MW που εκτός από ρεύμα θα μπορεί να διαθέτει και θερμική ενέργεια για την κάλυψη των αναγκών των τηλεθερμάνσεων της Δυτικής Μακεδονίας.
Η παραγόμενη θερμότητα θα καλύπτει σχεδόν το 40% των αναγκών του Δήμου Εορδαίας, προσφέροντας από 240.000 έως 250.000 MWh ετησίως.
Η διαβούλευση της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων(ΣΜΠΕ) λήγει στις 17 Οκτωβρίου.
Η μονάδα θα διαθέτει State of the Art αντιρρυπαντική τεχνολογία ενώ σημαντική θα είναι και η ανάκτηση ανακυκλώσιμων υλικών από τα προϊόντα της καύσης.
Η επένδυση των 300 εκατ. ευρώ και το εθνικό στοίχημα
Πρόκειται για μία επένδυση της τάξης των 300 εκατ. ευρώ που θα απασχολήσει 200 εργαζομένους κατά την κατασκευή της.
Σε εθνικό επίπεδο, η μονάδα της Κοζάνης αποτελεί κομμάτι ενός ευρύτερου project που προβλέπει τη δημιουργία έξι κέντρων ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας.
Οι έξι μονάδες εκτιμάται ότι θα έχουν συνολική δυναμικότητα 1,18 εκατ. τόνους ετησίως, υποστηρίζοντας ουσιαστικά τον στόχο της Ε.Ε. για μείωση της ταφής αποβλήτων κάτω του 10% μέχρι το 2030.
Η μονάδα της Κοζάνης θα εξυπηρετεί τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (Σέρρες, Ανατολικός και Δυτικός Τομέας), Δυτικής Μακεδονίας (Κοζάνη), Ηπείρου (Ιωάννινα), Θεσσαλίας (Λάρισα, Μαγνησία, Δυτική Θεσσαλία) και μέρος των Ιονίων Νήσων (Κέρκυρα).
Το δεύτερο «εργοστάσιο» ενεργειακής αξιοποίησης από καύση απορριμμάτων στη Βόρεια Ελλάδα, προβλέπεται να ανεγερθεί στην περιοχή της Ροδόπης ή της Ξάνθης και θα είναι μικρότερης κλίμακας 62.000 τόνων/έτος.
Θα δέχεται απορρίμματα από όλη την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας - Θράκης (Βόρειου Εβρου, Σαμοθράκης, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Καβάλας).
Καύση: Μείωση του όγκου σκουπιδιών – Ερωτήματα για το περιβάλλον
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της καύσης σκουπιδιών (σύμφωνα και με αντίστοιχες πρακτικές που εφαρμόζονται στο εξωτερικό) είναι η μείωση του όγκου των απορριμμάτων κατά 90% και του βάρους τους κατά 70%.
Η διαδικασία αυτή αντιμετωπίζει το πρόβλημα άμεσα, δεν απαιτεί κάποια προετοιμασία, μπορεί να εφαρμοστεί σε μεγάλους όγκους σκουπιδιών, δεν απαιτείται πολύς χώρος για την κατασκευή της μονάδας, υπάρχει διαθέσιμη τεχνολογία, δεν παράγεται μεθάνιο, η διαδικασία ανάκτησης της ενέργειας ισοδυναμεί με μια ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, ενώ ανακτώνται ο σίδηρος και τα μέταλλα που περιέχουν τα σκουπίδια.
Στα μειονεκτήματα της καύσης περιλαμβάνονται το κόστος της επένδυσης, η μακροχρόνια δέσμευση σε αυτήν, το γεγονός ότι δεν είναι κατάλληλη για μικρές ποσότητες απορριμμάτων, το ότι είναι μια διαδικασία προσαρμοσμένη στους περισσότερους τύπους απορριμμάτων αλλά όχι σε όλους, η δημιουργία υπολείμματος, στάχτης και η έλλειψη μεγάλων ποσοστών κοινωνικής αποδοχής λόγω ευρύτερων περιβαλλοντικών ζητημάτων που προκαλούν ανησυχίες στις τοπικές κοινωνίες.
Ήδη στην Κοζάνη τοπική αυτοδιοίκηση, φορείς και πολίτες αντιτίθενται στην καύση απορριμμάτων, προϊδεάζοντας για τις δυσκολίες ενός αναμφισβήτητα πολύπλοκου project.
Τι είναι οι τεχνολογίες Waste to Energy
Οι τεχνολογίες Waste-to-Energy (WtE) προσφέρουν μια βιώσιμη μέθοδο διαχείρισης των αποβλήτων μετατρέποντας τα μη ανακυκλώσιμα απόβλητα σε χρησιμοποιήσιμες μορφές ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της θερμότητας, των καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας.
Αυτές οι τεχνολογίες περιλαμβάνουν κυρίως την αποτέφρωση, όπου τα απόβλητα καίγονται για την παραγωγή ενέργειας, την αεριοποίηση, μια διαδικασία που μετατρέπει τα οργανικά υλικά σε υδρογόνο και μονοξείδιο του άνθρακα μέσω υψηλών θερμοκρασιών και περιορισμένου οξυγόνου και την αναερόβια χώνευση, η οποία διασπά τα οργανικά απόβλητα σε βιοαέριο απουσία οξυγόνου.
Οι μέθοδοι αυτές έχουν πολλά πλεονεκτήματα, κυρίως τη δυνατότητά τους να μειώνουν σημαντικά τον όγκο των απορριμμάτων που αποστέλλονται σε χώρους υγειονομικής ταφής έως και 90%, μετριάζοντας έτσι τη ρύπανση της γης και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Επιπλέον, η ενέργεια που παράγεται μέσω αυτών των διεργασιών συμβάλλει στη μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, στην προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας.
Βέβαια, η υιοθέτηση των τεχνολογιών WtE απαιτεί προσεκτική εξέταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, της αποτελεσματικότητας και της οικονομικής βιωσιμότητας.
Το σκανδιναβικό μοντέλο
Τι κάνουν όμως άλλες χώρες και κατά πόσο η καύση είναι ένα θέμα – ταμπού;
Η Σουηδία είναι μια χώρα που στέλνει λιγότερο από το 1% των απορριμμάτων της σε χωματερές, προσφέροντας μια εναλλακτική διαδρομή.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της Σουηδίας στη μείωση των απορριμμάτων υγειονομικής ταφής μπορεί να αποδοθεί στα υψηλά ποσοστά ανακύκλωσής της: Μεταξύ των ανακυκλωμένων στερεών απορριμμάτων και της κομποστοποιημένης οργανικής ύλης, η Σουηδία ανακυκλώνει σχεδόν τα μισά από αυτά που πετάει. Αυτό, όμως, που την ξεχωρίζει είναι το πώς διαχειρίζεται το υπόλοιπο 50% των απορριμμάτων.
Σχεδόν όλα τα μη ανακυκλωμένα απόβλητα της Σουηδίας καίγονται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Αυτή είναι μια μέθοδος που, ενώ εκπέμπει CO2, είναι πολύ καλύτερη για το κλίμα από το να «αποθηκεύονται» σκουπίδια σε χωματερές, σύμφωνα με τη σουηδική κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της τεχνολογίας «απόβλητα σε ενέργεια».
Η Σουηδία διαθέτει πάνω από 30 μονάδες παραγωγής ενέργειας από απόβλητα που προμηθεύουν 1.445.000 νοικοκυριά με θερμότητα και 780.000 νοικοκυριά με ηλεκτρική ενέργεια, εντυπωσιακά στοιχεία για μια χώρα με πληθυσμό μόλις 10 εκατομμυρίων.
Στην Ευρώπη, μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης λειτουργούν στα κέντρο πόλεων όπως η Βιέννη, το Παρίσι και η Κοπεγχάγη, λαμβάνοντας προφανώς τις κατάλληλες περιβαλλοντικές πρόνοιες.