Σιγή επικρατεί, προς ώρας, στους κύκλους των εταιρειών ορυκτών καυσίμων μετά τις εξαγγελίες που έκανε ο Πρωθυπουργός στη Βουλή για “αντληση” 650 εκατ. ευρώ από την έκτακτη εισφορά στα διυλιστήρια. Πώς αλλιώς άλλωστε να εκφραστεί ηχηρή αντίδραση με έναν τέτοιο κλίμα που έχει διαμορφωθεί αλλά και με τις αυξημένες κερδοφρίες των τελευταίων μηνών.
Όπως τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι “μία πρωτοβουλία η οποία απαντά πρώτα και πάνω απ’ όλα στη συγκυρία, γιατί θωρακίζει το πρώτο σημείο το οποίο χτυπά η ακρίβεια: αυτό της κατανάλωσης για βασικά αγαθά. Τέλος, δηλώνει την επιλογή της κυβέρνησης να ενισχύσει τον πολίτη, επιστρέφοντας σε αυτόν την υπεραπόδοση της οικονομίας αλλά και τα αυξημένα κέρδη κάποιων επιχειρήσεων. Διότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί εξ ολοκλήρου από την έκτακτη φορολόγηση των υπερεσόδων των διυλιστηρίων -«αυτά που δεν θα εισπράξουμε ποτέ” τόνισε απευθυνόμενος στην Αντιπολίτευση.
Τις επόμενες ώρες αναμένεται να φανεί εάν η αγορά θα σχολιάσει σχετικά, ωστόσο με βάση πληροφορίες αναμένει την “αρχιτεκτονική” της φορολόγησης των εταιρειών ορυκτών καυσίμων, που έχει ήδη ανακοινωθεί.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση όσα έχει πει πολλάκις ο υπουργός Περιβάλλοντος κι Ενέργειας προβλέπεται, με βάση και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας της 30ης Σεπτεμβρίου για έναν νέο σχετικό Κανονισμό, προβλλεπεται έκτακτη φορολόγηση στα έσοδα των διυλιστηρίων και στη ΔΕΠΑ, κατ΄ελάχιστον με 33%, εφόσον όμως οι εταιρικές οντότητες αυτές έχουν αύξηση πάνω από 20% σε σχέση με την τετραετία 2018-2021. Το πεδίο αναφοράς θα είναι το 2022, ενώ αποφάσεις για το 2023 θα ληφθούν ανάλογα με την πορεία της κρίσης.
Στο φόντο αυτό κι εν αναμονή εξειδικεύσεων και του αναγκαίου νομοτεχνικού πλαισίου, ο κόσμος της αγοράς, έχει εκφράσει με έντονο τρόπο την αντίδρασή του, όπως έχει άλλωστε δείξει και ο δημόσιος λόγος της FuelsEurope, της Ένωσης που εκπροσωπεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο τον κλάδο.
Τονίζεται, δε, πέρα από την εξ υπαρχής αντίθεση, ότι παρά την έγκριση του Κανονισμού μένει να αποσαφηνιστούν μια σειρά από θέματα, όπως το χρονικό εύρος για το οποίο θα φορολογηθούν κέρδη, δηλαδή το εάν θα είναι ένα ή δυο χρόνια (το 2022 ή και το 2023). ‘Ήδη μετά τις αντιδράσεις έχει “σμικρυνθεί” το χρονικό πεδίο αναφοράς που αρχικώς προέβλεπε μεγαλύτερα όρια.
Επίσης ένα ζήτημα που έχει προκύψει έχει να κάνει με το εάν η φορολόγηση θα αφορά και τις εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών, που μάλιστα στην Ελλάδα λειτουργούν με “πλαφόν” στο περιθώριο κέρδους, ήδη, μάλιστα, από πέρυσι. Παραμένει, δε, άγνωστο εάν στα κέρδη των εταιριών διύλισης θα συνυπολογιστούν τα αποθέματα ασφαλείας που υποχρεούνται να τηρούν. Όπως εύλογα διερωτάται η αγορά τα αποθέματα “φέρνουν αξία ή δημιουργούν ζημία” καθώς όπως λέγεται χαρακτηριστικά τηρούνται και τις “καλές και τις κακές ημέρες. Είναι περιουσία της εταιρίας που αλλάζει κάθε χρόνο αξία ή είναι κάτι το οποίο δίνει κέρδη και ζημιές;”
Παράγοντες της αγοράς σημειώνουν επίσης ότι εταιρίες οποίες δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό φέρνοντας χρήματα στη χώρα δεν είναι δυνατόν να υποστούν επιπλέον φορολόγηση για δράση μάλιστα που λαμβάνειν χώρα εκτός ΕΕ. Πολύ δε περισσότερο που οι εταιρίες του κλάδου στα χρόνια της πανδημίας είχαν τεράστιες απώλειες εσόδων λόγω της καθίζησης της αγοράς. Να σημειωθεί ότι με βάση στελέχη ειδικά οι ελληνικές εταιρείες διύλισης θα βγουν ζημιώμενες καθώς, κατά κόρον, μεταφέρουν κερδοφορία στο εσωτερικό καθώς έχουν κύρια εξαγωγικό χαρακτήρα και δεν διαθέτουν θυγατρικές αλλού όπου και τιμολογούν.
Επίσης, από στελέχη της αγοράς, τονίζεται ότι με την έκτακτη φορολόγηση τιμωρούνται τα ελληνικά διυλιστήρια, που δεν είναι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων και επένδυσαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους. Επίσης ζήτημα υπάρχει με την λογιστική αποτίμηση των αποθεμάτων πετρελαίου που υποχρεούνται να τηρούν τα διυλιστήρια και ανέρχονται φέτος σε 300 εκατ ευρώ, καθώς αναφέρεται ότι δεν είναι δυνατόν να λογίζονται ως κέρδη στα οποία θα επιβληθεί έκτακτη φορολόγηση, λογιστικές αποτυπώσεις.
Παράλληλα, υπάρχει προβληματισμός για το πώς από τη μια επιδιώκεται η προώθηση επενδύσεων και δη “πράσινων” κι από την άλλη επιβάλλεται έκτακτος φόρος.