Ο εξηλεκτρισμός θα προχωρήσει ταχύτατα στην Ευρώπη έως το 2034, με τη Νορβηγία, την Ισλανδία και τη Σουηδία να ηγούνται της μετάβασης, λόγω των πλαισίων πολιτικής, του ενεργειακού κόστους και των ανησυχιών για την ασφάλεια, όπως εκτιμά o οίκος αξιολόγησης Fitch. Το ποσοστό εξηλεκτρισμού αντιπροσωπεύει το μερίδιο της τελικής κατανάλωσης ενέργειας που παρέχεται από την ηλεκτρική ενέργεια σε όλους τους τομείς και η συνεχής αύξησή του σηματοδοτεί ταχεία απαλλαγή από τον άνθρακα, βελτιωμένη ενεργειακή απόδοση και μειωμένη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, όπως σημειώνει.
Στην Ευρώπη, την επόμενη δεκαετία θα σημειωθεί σημαντική αύξηση του εξηλεκτρισμού από 21,6% το 2025 σε 30,1% έως το 2034, βασιζόμενη σε ισχυρά πλαίσια πολιτικής όπως το πρόγραμμα «Fit for 55» της ΕΕ και το REPowerEU, η επέκταση της τιμολόγησης του άνθρακα (ETS II) και οι ειδικές ανά τομέα πολιτικές για τις μεταφορές και τη θέρμανση.
Η Νορβηγία, η Ισλανδία και η Σουηδία θα παραμείνουν ηγέτες, επωφελούμενες από την άφθονη ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα και την προληπτική υιοθέτηση ηλεκτρικών τεχνολογιών. Η φιλοδοξία της πολιτικής και οι σταθερές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε αυτά τα έθνη στηρίζουν τη συνεχή πρόοδο, επισημαίνει ο οίκος, με τον ρυθμό της Νορβηγίας να προβλέπεται να αυξηθεί από 46,7% σε 57,9%, της Ισλανδίας από 46,3% σε 49,1% και της Σουηδίας από 32,6% σε 41,6%.
Αντίθετα, η Γερμανία, η Ιταλία και το Βέλγιο θα υστερήσουν, εκτιμά η Fitch, λόγω των υψηλότερων δεικτών τιμών ηλεκτρικής ενέργειας προς φυσικό αέριο, των σημείων συμφόρησης στο δίκτυο και της βραδύτερης εφαρμογής πολιτικής.
Η ώθηση για εξηλεκτρισμό στην Ευρώπη διαμορφώνεται περαιτέρω από την ανάγκη να απομονωθούν οι οικονομίες από την αστάθεια της αγοράς ορυκτών καυσίμων, όπως αποδεικνύεται από τον «λογαριασμό« που πλήρωσε η ΕΕ κατά την κρίση φυσικού αερίου, ύψους 930 δισ. ευρώ, και να επιτευχθεί ενεργειακή ασφάλεια μέσω των εγχώριων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός εξηλεκτρισμού θα αποτελέσει κρίσιμο δείκτη της επιτυχίας της ενεργειακής μετάβασης της Ευρώπης κατά την επόμενη δεκαετία, τονίζει η Fitch.
Όπως επισημαίνει, τα περισσότερα κέρδη εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη θα προέλθουν από τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στην ηλεκτρική ενέργεια για ώριμες, εύκολα ηλεκτροδοτούμενες διαδικασίες, ιδίως στις μεταφορές και τη θέρμανση, με τα κτίρια να ηγούνται της τομεακής αύξησης της ηλεκτροδότησης, ακολουθούμενα από τη βιομηχανία και τις μεταφορές. Ο κτιριακός τομέας θα παραμείνει ο πιο εξηλεκτρισμένος τομέας στην Ευρώπη, με το ποσοστό να προβλέπεται να φτάσει το 46,3% έως το 2034. Αυτή η πρόοδος αποδίδεται κυρίως στην ευρεία υιοθέτηση αντλιών θερμότητας, οι οποίες αντικαθιστούν τους λέβητες αερίου και πετρελαίου τόσο για τη θέρμανση χώρων όσο και για τη θέρμανση νερού, και στη συνεχιζόμενη χρήση ηλεκτρικών συσκευών και κλιματισμού.
Το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας στη συνολική κατανάλωση ενέργειας στην Ευρώπη προβλέπεται να φτάσει το 31,6% στον βιομηχανικό τομέα και το 8,3% στις μεταφορές έως το 2034, εκτιμά η Fitch. Ο εξηλεκτρισμός και στους δύο τομείς θα επικεντρωθεί σε κλάδους όπου οι ηλεκτρικές εναλλακτικές λύσεις είναι τεχνικά ώριμες και οικονομικά βιώσιμες.
Νέοι τομείς έντασης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως τα κέντρα δεδομένων και τα gigafactories μπαταριών, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή στον ρυθμό εξηλεκτρισμού της Ευρώπης μέσω της άμεσης αύξησης της ζήτησης, με τους στόχους πολιτικής, ψηφιοποίησης και απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές να επιταχύνουν αυτή τη μετατόπιση, τονίζει ο οίκος.
Η οικονομική δομή της Ευρώπης βρίσκεται σε στάδιο μετασχηματισμού, με τους καθιερωμένους τομείς όπως η μεταποίηση, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και η υγειονομική περίθαλψη να συνοδεύονται τώρα από ταχέως αναπτυσσόμενα τμήματα έντασης ηλεκτρικής ενέργειας, όπως τα κέντρα δεδομένων, τα gigafactories μπαταριών και η κατασκευή προηγμένων ηλεκτρονικών ειδών. Η άνοδος των κέντρων δεδομένων, που προωθείται από την υιοθέτηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, την ψηφιοποίηση και τη μετάβαση στο cloud, αναμένεται να οδηγήσει σε ισχυρή αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως στις αγορές FLAP-D (Φρανκφούρτη, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Παρίσι, Δουβλίνο).
Η ικανότητα παραγωγής μπαταριών αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά σε ολόκληρη την περιοχή κατά την επόμενη δεκαετία για να καλύψει την κυριαρχία της αλυσίδας εφοδιασμού της ΕΕ και τη ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα, οδηγώντας σε σημαντικά νέα φορτία δικτύου. Σε αντίθεση με τον εξηλεκτρισμό παλαιών τομέων, αυτές οι βιομηχανίες δεν υποκαθιστούν τη ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, αλλά δημιουργούν νέες απαιτήσεις ηλεκτρικής ενέργειας, αυξάνοντας περαιτέρω τον συνολικό ρυθμό εξηλεκτρισμού, επισημαίνει η Fitch.
Τα οφέλη αποδοτικότητας από τον εξηλεκτρισμό θα μειώσουν διαρθρωτικά τη ζήτηση ενέργειας στη Ευρώπη κατά την επόμενη δεκαετία, με την οικονομική αξία να διαμορφώνεται ολοένα και περισσότερο από το εξελισσόμενο μείγμα ενέργειας. Οι ηλεκτρικές τεχνολογίες μετατρέπουν την ενέργεια σε χρήσιμη παραγωγή πολύ πιο αποτελεσματικά από τις εναλλακτικές λύσεις ορυκτών καυσίμων, εξηγεί ο οίκος: τα ηλεκτρικά οχήματα επιτυγχάνουν απόδοση μετατροπής άνω του 90% έναντι 20-30% για τους κινητήρες εσωτερικής καύσης, και οι αντλίες θερμότητας λειτουργούν με συντελεστές απόδοσης τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερους από τους λέβητες αερίου. Για τη βιομηχανία, η στροφή σε ηλεκτρικές αντλίες θερμότητας και κλιβάνους ηλεκτρικού τόξου σε διεργασίες χαμηλής και μέσης θερμοκρασίας θα προσφέρει παρόμοια πολλαπλασιαστικά οφέλη απόδοσης σε σύγκριση με τα συστήματα που λειτουργούν με φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Fitch, η κατανάλωση πετρελαίου και φυσικού αερίου στον τομέα θα μειωθεί κατά 22,7% και 17,5% αντίστοιχα κατά την περίοδο 2025-2034, με την ηλεκτρική ενέργεια να αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο αυτά τα καύσιμα για διαδικασίες όπως η θέρμανση χώρων, η βιομηχανική θέρμανση χαμηλής θερμοκρασίας και η κινητικότητα ελαφρών οχημάτων. Η αποσύνδεση του ενεργειακού μείγματος της Ευρώπης από το φυσικό αέριο, με τις ανανεώσιμες και πυρηνικές πηγές ενέργειας να αναμένεται να παρέχουν πάνω από το 75% της παραγωγής ενέργειας έως το 2034, σημαίνει ότι οι απώλειες του συστήματος μειώνονται ενώ και το οριακό κόστος ενέργειας μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Ως αποτέλεσμα, η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας μειώνεται και οι οικονομίες με υψηλότερους ρυθμούς εξηλεκτρισμού επιτυγχάνουν διαρθρωτικά χαμηλότερη ενεργειακή ένταση, υποστηρίζοντας την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητα απέναντι στην παγκόσμια αστάθεια των τιμών των εμπορευμάτων, τονίζει ο οίκος.