Η ενεργειακή μετάβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται να παίρνει μια παράδοξη τροπή: ενώ η χώρα προωθεί τον εξηλεκτρισμό ως το μέλλον της ενέργειας, οι εκπομπές άνθρακα όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά κινδυνεύουν να αυξηθούν.
Η υπόσχεση ήταν απλή — περισσότερα ηλεκτρικά οχήματα, αντλίες θερμότητας, «έξυπνα» σπίτια και καθαρή ενέργεια. Όμως, στην πράξη, η ηλεκτροδότηση εξελίσσεται χωρίς ουσιαστική απανθρακοποίηση. Οι νέες ανάγκες σε ενέργεια καλύπτονται κυρίως από νέες μονάδες φυσικού αερίου και παρατάσεις λειτουργίας μονάδων άνθρακα, παρά από ανανεώσιμες πηγές.
Η πολιτική αυτή στροφή αποδίδεται στην εκρηκτική ανάπτυξη των data centers και της τεχνητής νοημοσύνης, που αυξάνουν θεαματικά τη ζήτηση ηλεκτρισμού. Εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Google, πιέζουν για περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια “με κάθε κόστος”, δίνοντας προτεραιότητα στη διαθεσιμότητα και όχι στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Ο πρώην CEO της εταιρείας, Έρικ Σμιντ, έχει δηλώσει ανοιχτά πως οι στόχοι για μηδενικές εκπομπές «δεν είναι ρεαλιστικοί» — μια θέση που ερμηνεύεται ως αποδοχή μιας νέας εποχής «ηλεκτροδότησης χωρίς πράσινη συνείδηση».
Παράλληλα, οι οικονομικές συγκρίσεις με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συχνά παραπλανούν. Όλες οι νέες ενεργειακές υποδομές είναι ακριβές, όμως οι ΑΠΕ δεν έχουν το διαρκές κόστος καυσίμου που βαραίνει τις μονάδες φυσικού αερίου και άνθρακα. Μακροπρόθεσμα, ο άνεμος και ο ήλιος παραμένουν φθηνότεροι — όμως η πολιτική βούληση μοιάζει να αγνοεί αυτή τη λογική.
Η Αμερικανική Υπηρεσία Ενεργειακής Πληροφόρησης (EIA) προβλέπει την προσθήκη μόλις 18,7 GW νέας ισχύος φυσικού αερίου ως το 2028, πολύ λιγότερης από την τεράστια ανάπτυξη των αρχών του 2000. Ωστόσο, το μήνυμα είναι σαφές: η ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ προκρίνει περισσότερο ηλεκτρισμό, όχι απαραίτητα καθαρότερο.
Η νέα αυτή πορεία —«εξηλεκτρισμός χωρίς απανθρακοποίηση»— μπορεί να αποδειχθεί το μεγάλο παράδοξο της ενεργειακής μετάβασης: μια χώρα που αλλάζει καλώδια, αλλά όχι νοοτροπία.
Πηγή: oilprice