Ο συνδυασμός καθυστερήσεων στην εξαγωγική ικανότητα LNG στις ΗΠΑ και μεγαλύτερης ζήτησης φυσικού αερίου από κέντρα δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης θα περιορίσει, υπό κανονικές συνθήκες, την προσφορά LNG τα επόμενα χρόνια, όπως εκτιμά η Capital Economics. Ωστόσο, στο πλαίσιο των άφθονων προμηθειών από το Κατάρ και της χαμηλής ζήτησης, κυρίως από την Κίνα, o οίκος πιστεύει ότι οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη και του LNG στην Ασία πρόκειται να καταγράψουν βουτιά.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Capital Economics, ο βασικός παράγοντας που έχει επισκιάσει τις προοπτικές για τις αγορές φυσικού αερίου τα τελευταία χρόνια είναι το διαφαινόμενο τείχος προσφοράς, κυρίως από τις ΗΠΑ και το Κατάρ. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο προβλέπει ότι τόσο οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη όσο και οι τιμές LNG στην Ασία θα μειωθούν το επόμενο έτος και πέρα από αυτό.
Τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ έχουν προκύψει ορισμένες προκλήσεις σε αυτό το story, όπως επισημαίνει ο οίκος, κυρίως λόγω των καθυστερήσεων σε ορισμένους τερματικούς σταθμούς εξαγωγών.
Για παράδειγμα, η απαιτούμενη ημερομηνία έναρξης του έργου Golden Pass LNG του Τέξας αναβλήθηκε στο 2029 από το 2026, και η μικρότερη επέκταση στο Freeport LNG έχει επίσης παραταθεί κατά 40 μήνες, έως το 2031.
Ομοίως, ο τερματικός σταθμός Plaquemines – ο μεγαλύτερος υπό κατασκευή σταθμός στις ΗΠΑ - έχει επίσης πάρει παράταση στη λειτουργία του έως το 2027.
Ενώ ορισμένες εγκαταστάσεις ενδέχεται να αρχίσουν να εξάγουν νωρίτερα από αυτές τις αναθεωρημένες ημερομηνίες, ακόμη και μια καθυστέρηση 6 μηνών θα περιόριζε την αύξηση των εξαγωγών LNG των ΗΠΑ πριν από το 2028, τονίζει η Capital Economics.
Εντωμεταξύ, στο βαθμό που η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης αυξήσει τη ζήτηση φυσικού αερίου, θα μπορούσε επίσης να περιορίσει την ποσότητα φυσικού αερίου που διατίθεται για εξαγωγές, επισημαίνει ο οίκος. Όπως αναφέρει, το βασικό σενάριο του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) αναμένει ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων θα αυξηθεί κατά 130% έως το 2030. Αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει 7,9 εκατομμύρια τόνους πρόσθετης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο ετησίως (δηλαδή περίπου το 7% των ετήσιων εξαγωγών LNG των ΗΠΑ).
Ωστόσο, όπως προσθέτει η Capital Economics, παρά τις καθυστερήσεις στην κατασκευή και τη λειτουργία εγκαταστάσεων α επόμενα χρόνια, οι προοπτικές προσφοράς για την αγορά LNG παραμένουν αρκετά θετικές. Άλλωστε, η προγραμματισμένη ικανότητα εξαγωγής LNG των ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50% έως το 2030, γεγονός που θα υποστηρίξει και μεγαλύτερες εξαγωγές LNG, όπως τονίζει.
Και γενικότερα, η επικείμενη αύξηση της προσφοράς LNG από το Κατάρ αναμένεται να φτάσει στην αγορά το δεύτερο εξάμηνο του 2026. Υπενθυμίζεται, τονίζει ο οίκος, ότι το Κατάρ είναι ήδη ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας LNG παγκοσμίως, αλλά είναι πιθανό να γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος όταν η επέκταση του North Field ξεκινήσει την πλήρη λειτουργία της έως το 2027. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι η ταχύτητα αύξησης της προσφοράς του Κατάρ είναι πιθανό να ξεπεράσει αυτή των ΗΠΑ κατά το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας.
Εντωμεταξύ, η ζήτηση για LNG παραμένει πολύ υποτονική, παρατηρεί η Capital Economics. Πράγματι, η ζήτηση από την Κίνα - τον μεγαλύτερο καταναλωτή ΛΝΓ στον κόσμο - ήταν ιδιαίτερα αδύναμη. Οι εισαγωγές ΛΝΓ της Κίνας ήταν 18% χαμηλότερες σε ετήσια βάση τον Σεπτέμβριο, εν μέρει λόγω κυκλικών αντιξοοτήτων στην βιομηχανική ανάπτυξη. Επιπλέον, η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Κίνα συνεχίζεται με ταχύ ρυθμό. Και γενικότερα, ο αγωγός φυσικού αερίου Κίνας-Ρωσίας, Power of Siberia, μπορεί να περιορίσει τη μελλοντική ζήτηση της Κίνας για LNG, επισημαίνει ο οίκος.
Συνολικά, όπως τονίζει η Capital Economics, ενώ οι αντιξοότητες στην προσφορά των ΗΠΑ θα μπορούσαν να περιορίσουν την παγκόσμια αγορά LNG τα επόμενα χρόνια, αναμένεται ότι η ασθενής ζήτηση και η άφθονη προσφορά από το Κατάρ θα οδηγήσουν στη δημιουργία πλεονάσματος στην αγορά. Συνεπώς, προβλέπει ότι οι τιμές του TTF θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές σταθερές το επόμενο έτος και στη συνέχεια θα βυθιστούν στα 20 ευρώ/Mwh μέχρι το τέλος του 2027.