Τη σημασία της Ελλάδας στη νέα ενεργειακή αρχιτεκτονική ανέδειξε σε δηλώσεις του στην ΕΡΤ ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο μεγάλων γεωπολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Όπως ανέφερε, οι πρόσφατες ενεργειακές συμφωνίες έχουν σαφές αποτύπωμα για την Ελλάδα, τόσο σε στρατηγικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, καθώς η χώρα αποκτά αυξημένο ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής.
Έχοντας μόλις επιστρέψει από τις ΗΠΑ, όπου είχε κρίσιμες συναντήσεις με στελέχη της Γερουσίας, του Κογκρέσου και παράγοντες της ενεργειακής αγοράς, ο κ. Παπασταύρου δήλωσε αισιόδοξος για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε από τους Αμερικανούς ομολόγους του, χάρη στην αναβαθμισμένη θέση της Ελλάδας στη διεθνή ενεργειακή πολιτική. Όπως είπε χαρακτηριστικά, η ελληνική οικονομία έχει φτάσει σε σημείο να δανείζεται φθηνότερα ακόμη και από τις ΗΠΑ: «Την προηγούμενη εβδομάδα το ελληνικό πενταετές ομόλογο είχε 2,6%, ενώ το αμερικανικό 3,6%. Η Ελλάδα δανειζόταν φθηνότερα από την Αμερική, τη Γαλλία και την Ιταλία».
Τόνισε ακόμη ότι πλέον «μας αντιμετωπίζουν με σχεδόν θαυμασμό για τα οικονομικά επιτεύγματα», ενώ ανέλυσε τον ρόλο των πρόσφατων ενεργειακών συμφωνιών, οι οποίες, όπως είπε, συμβάλλουν καθοριστικά στην απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. «Και οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί στηρίζουν την προσπάθεια απεξάρτησης» υπογράμμισε, εξηγώντας ότι το ταξίδι του είχε στόχο να ενημερώσει Αμερικανούς αξιωματούχους για τις συμφωνίες που έχει συνάψει η Ελλάδα και τον τρόπο με τον οποίο αυτές ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της περιοχής.
Όπως αποκάλυψε, οι συμφωνίες που υπεγράφησαν τον Νοέμβριο έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται μέσα σε μόλις έναν μήνα, με στόχο την προμήθεια αμερικανικού φυσικού αερίου μέσω ελληνικών εταιρειών και τη μεταφορά του στον Κάθετο Ενεργειακό Διάδρομο προς την Ουκρανία και τη ΝΑ Ευρώπη. Αν οι συμφωνίες αποδώσουν εμπορικά αποτελέσματα, θα επιφέρουν σημαντική αύξηση στα δημόσια έσοδα.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον υπουργό, βρίσκεται στο κέντρο αυτής της νέας ενεργειακής αρχιτεκτονικής, γεγονός που έχει όχι μόνο γεωπολιτική, αλλά και οικονομική σημασία, καθώς η ενέργεια που θα κατευθύνεται στις χώρες του Κάθετου Διαδρόμου θα διέρχεται μέσα από το ελληνικό σύστημα μεταφοράς. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον επιδιώκει περαιτέρω επιτάχυνση των έργων, με τηλεδιασκέψεις συντονισμού να γίνονται ήδη και με προγραμματισμό νέας συνόδου των χωρών του Διαδρόμου στην Ουάσιγκτον το πρώτο τρίμηνο του 2026.
Ο κ. Παπασταύρου αναφέρθηκε εκτενώς και στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου (Great Sea Interconnector – GSI), το οποίο χαρακτήρισε «πολύ σημαντικό». Την ερχόμενη Δευτέρα θα συναντηθεί με τον νέο Κύπριο υπουργό Ενέργειας, ώστε «να ξαναπιάσουν το νήμα» της συνεργασίας για την προώθηση του έργου. Σημείωσε ότι στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη συνέχισή του, τόσο από κρατικούς όσο και από ιδιωτικούς φορείς.
Την ίδια στιγμή, δημοσιεύματα από την Κύπρο έκαναν λόγο για αναθεώρηση χρονοδιαγραμμάτων από τη Nexans λόγω της κοινής απόφασης Ελλάδας και Κύπρου να «παγώσουν» προσωρινά αποφάσεις μέχρι την επικαιροποίηση των τεχνικοοικονομικών δεδομένων του GSI. Ωστόσο, ο γαλλικός όμιλος διευκρίνισε ότι το έργο δεν ακυρώνεται και ότι συνεχίζεται βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων, επισημαίνοντας ότι σε έργα τέτοιας κλίμακας τα χρονοδιαγράμματα είναι εύλογο να προσαρμόζονται.
Στο πλαίσιο αυτό, Αθήνα και Λευκωσία έχουν συμφωνήσει να αναθέσουν σε διεθνή οίκο την εκπόνηση μελέτης επανεξέτασης των βασικών τεχνικών και οικονομικών παραμέτρων, προκειμένου να αποσαφηνιστεί εάν και με ποιους όρους μπορεί να προχωρήσει το έργο με ρεαλιστικό οδικό χάρτη. Η αλλαγή σκυτάλης στην κυπριακή πλευρά, με τον νέο υπουργό Ενέργειας Μιχάλη Δαμιανό, αναμένεται να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής κατεύθυνσης.
Ο υπουργός αναφέρθηκε επίσης στην αναγκαιότητα νέου FSRU, παρά τις αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών, τονίζοντας ότι είναι απαραίτητο για την ενεργειακή απεξάρτηση της περιοχής. Για τον ρόλο της Τουρκίας ανέφερε ότι έχει περιοριστεί στο νέο ενεργειακό τοπίο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η κατάσταση είναι μόνιμη, και ξεκαθάρισε ότι «δεν χωρούν απειλές πολέμου ούτε προκλήσεις» σε ένα μοντέλο συνεργασίας που απαιτεί σταθερότητα.
Τέλος, αναφερόμενος στα ζητήματα των αγροτών, τόνισε ότι η λύση βρίσκεται μόνο στον διάλογο, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση είναι ανοιχτή σε συζητήσεις «αλλά όχι υπό συνθήκες ανομίας και αποκλεισμών».