ΤΡΕΙΣ βασικές αδυναμίες της Ένωσης. Οι αποφάσεις μας είναι συνήθως άτολμες διότι αποτελούν προϊόν μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Ο συντονισμός δεν είναι το δυνατό μας σημείο καθώς διάφορες υπηρεσίες των Βρυξελλών αρνούνται πεισματικά να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν τη σημασία των προτεραιοτήτων άλλων υπηρεσιών. Και οι επενδύσεις δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει εύκολα, όταν ο κλάδος δεν είναι καν στην λίστα των «καλών παιδιών» (EU taxonomy) για να τύχει των όποιων ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων.
Ο κ Γιαζιτζογλου επισήμανε ότι στην αρχή της διαδικασίας είναι οι πρώτες ύλες. Θα έπρεπε συνεπώς να είναι προφανές, ότι ο έλεγχος, ή τουλάχιστον η αυτονομία σε πρώτες ύλες καθορίζει κατ αρχήν την οικονομική ανάπτυξη μιας ηπείρου. Η Ευρώπη, όπως παραδέχεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εισηγητική έκθεση της για τον κανονισμό για τις κρίσιμες ορυκτές πρώτες ύλες, υστερεί στην εξόρυξη. Πριν συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο αξίζει να βάλουμε στο τραπέζι μερικούς αριθμούς.
Σε παγκόσμια κλίμακα η εξόρυξη μη ενεργειακών ορυκτών τα τελευταία 30 ή 40 χρόνια έχει υπερδιπλασιαστεί. Την ίδια περίοδο, στην Ευρώπη ο όγκος των εξορυσσόμενων ορυκτών μειώθηκε κατά περίπου 40 έως 50%. Σήμερα η Ευρώπη παράγει περίπου το 5% των ορυκτών του πλανήτη, ενώ τέσσερις χώρες, η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξορύσσουν πάνω από το 50%. Η Κίνα κυριαρχεί σε περισσότερα από 25 ορυκτά. Από το 2000 μέχρι σήμερα, η εξόρυξη αυξήθηκε σε όγκο σε όλες τις ηπείρους, εκτός από την Ευρωπαϊκή.
Το 1992 ο Κινέζος πρόεδρος δήλωσε «Μπορεί η Μέση Ανατολή να έχει πετρέλαιο αλλά η Κίνα έχει σπάνιες γαίες». Η δήλωση αυτή πέρασε τότε απαρατήρητη, καθώς ελάχιστοι γνώριζαν τι είναι ή σε τι χρησιμεύουν. Δεν μπορεί όμως κανείς να ισχυριστεί ότι η Δύση δεν είχε προειδοποιηθεί επαρκώς για τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των Κινέζων.
Στην Ευρώπη αντιδράσαμε με τους ρυθμούς που συνήθως αντιδρούμε. Μας πήρε μερικά χρόνια να συνειδητοποιήσουμε τι εννοούσε η Κίνα και μερικά ακόμα για να διαμορφώσουμε μια αντίδραση. Με χαρά και ίσως ανακούφιση οι ασχολούμενοι με τον κλάδο ακούσαμε τον τότε Ευρωπαίο Επίτροπο Γκ. Φερχόιγκεν το 2008 να εξαγγέλλει την πρωτοβουλία της Ευρώπης για τις ορυκτές πρώτες ύλες. Δυστυχώς χρειάστηκαν πάνω από 15 χρόνια για να μετουσιωθεί αυτό σε μια οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία, όπως ο πρόσφατος Κανονισμός για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες.
Στην εισηγητική έκθεση του κανονισμού, η επιτροπή εμφανίζει «ενδεικτικά» 5 περιπτώσεις, στις οποίες είμαστε ως ήπειρος εξαρτημένοι από τρίτες χώρες όπως η Κίνα, η Τουρκία και η Νότιος Αφρική. Μια προσεκτικότερη όμως ανάγνωση των δεδομένων, δείχνει ότι η ομάδα των χωρών του συνασπισμού BRICS, έμμεσα ή άμεσα, ελέγχει πάνω από τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής για τουλάχιστον 22 από τις 34 κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες. Ο φιλόδοξος στόχος της ΕΕ για την αναστροφή του κλίματος είναι να πετύχει μέχρι το 2030 να εξορύσσει επι του εδάφους της το συγκλονιστικό ποσοστό του 10% των αναγκών της.
Εύλογα θα ρωτήσει κανείς αν η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα - τα κοιτάσματα, την τεχνογνωσία, το ανθρώπινο δυναμικό - για να μπορέσει να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό των αναγκών της σε ορυκτά. Η απάντηση είναι ναι. Αυτό που δεν έχει η Ευρώπη είναι η ανταγωνιστικότητα, όπως επεσήμανε στην πρόσφατη έκθεση του ο Μάριο Ντράγκι. Η ΕΕ είναι μια βιομηχανία παραγωγής Κανόνων και Κανονισμών, οι οποίοι απλά αυξάνουν το κόστος και εμποδίζουν την ανάπτυξη. Όπως εύστοχα επεσήμανε ο κύριος Ντράγκι, στην Ευρώπη δεν χρειάζεται να επιβάλλει κάποιος τρίτος δασμούς, διότι τους επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μέσα από το υπερβολικό κανονιστικό κόστος. Η Επιτροπή δηλώνει ότι πήρε το μήνυμα και εξήγγειλε μια σειρά από πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Η πρόταση τους προβλέπει την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, με περισσότερη γραφειοκρατία.
Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, προσθέσαμε και άλλες πηγές μείωσης της ανταγωνιστικότητάς μας. Η Ευρώπη αποφάσισε να προχωρήσει με την ενεργειακή μετάβαση και να αλλάξει το τεχνολογικό μοντέλο στον ηλεκτρισμό. Το αποτέλεσμα ήταν να διπλασιαστεί ή και να τριπλασιαστεί το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Στον κλάδο μας όπου η επεξεργασία των ορυκτών είναι κατεξοχήν ενεργοβόρα, αυτό ήταν ένα βαρύτατο χτύπημα. Την ίδια στιγμή, η αλλαγή τεχνολογικού μοντέλου δημιουργεί τέτοιες διακυμάνσεις στην προσδοκώμενη ζήτηση ορισμένων ορυκτών, ώστε να έχουμε αυξομειώσεις των τιμών οι οποίες δεν έχουν υπάρξει ξανά σε καιρό ειρήνης. Σε έναν κλάδο που οι χρόνοι σχεδιασμού και ωρίμανσης των επενδύσεων είναι μεγάλοι, οι παραλογές διακυμάνσεις στη ζήτηση και στις τιμές μάλλον αποθαρρύνουν, τουλάχιστον τους παραδοσιακούς επενδυτές.
Τέλος, η κατάργηση των όποιων κανόνων διεθνούς εμπορίου βάζει ακόμα μία παράμετρο αβεβαιότητας σε ότι αφορά τόσο τη ζήτηση, όσο και τη δυνατότητα διάθεσης των παραγομένων πρώτων υλών.
Όπως επισήμανε ο Μάριο Ντράγκι, η ΕΕ πρέπει να πάρει γενναίες αποφάσεις, να συντονίσει τις προσπάθειες της και να επενδύσει σημαντικά ποσά προκειμένου να ανακτήσει την διεθνή ανταγωνιστικότητα της. Τα παραπάνω να ακούγονται ως τυπικές «πατρικές» συμβουλές, αλλά στην πράξη υπογραμμίζουν τις 3 βασικές αδυναμίες της Ένωσης. Οι αποφάσεις μας είναι συνήθως άτολμες διότι αποτελούν προϊόν μακροχρόνιων διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών. Ο συντονισμός δεν είναι το δυνατό μας σημείο καθώς διάφορες υπηρεσίες των Βρυξελλών αρνούνται πεισματικά να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν τη σημασία των προτεραιοτήτων άλλων υπηρεσιών. Και οι επενδύσεις δεν είναι κάτι το οποίο προκύπτει εύκολα, όταν ο κλάδος δεν είναι καν στην λίστα των «καλών παιδιών» (EU taxonomy) για να τύχει των όποιων ευνοϊκών χρηματοδοτήσεων .
Ο εξορυκτικός κλάδος έχει επανειλημμένα τονίσει ότι δεν ζητάει τίποτα παραπάνω από ισότιμους κανόνες με τους διεθνείς ανταγωνιστές μας. Έχουμε την τεχνογνωσία, τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό για να είμαστε ανταγωνιστικοί, εφόσον οι κανόνες με τους οποίους έχουμε επιλέξει να λειτουργούμε είναι αντίστοιχοι με τους κανόνες των άλλων χωρών. Σε κάθε άλλη περίπτωση είμαστε χαμένοι πριν ακόμα κατέβουμε στο γήπεδο.