Δύο γαλλικοί πυρηνικοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας αναγκάστηκαν να μειώσουν μερικώς τις λειτουργίες τους τον περασμένο μήνα, λόγω σμηνών από μέδουσες που εισέβαλαν στα φίλτρα των αντλιοστασίων.
Σε ένα παράδειγμα του πώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορούν να έχουν εντελώς απρόσμενες συνέπειες, η κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού της Γαλλίας EDF αναγκάστηκε δύο φορές τον τελευταίο μήνα να διακόψει τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων σε δύο διαφορετικούς πυρηνικούς σταθμούς εξαιτίας των σμηνών μεδουσών.
Ο πυρηνικός σταθμός Gravelines, ισχύος 5,5 γιγαβάτ (GW), αναγκάστηκε στις 10 και 11 Αυγούστου να κλείσει την παραγωγή σε τέσσερις από τους έξι αντιδραστήρες του, λόγω αυτού που η EDF περιέγραψε ως «την αιφνίδια και μαζική άφιξη μεδουσών» στα φίλτρα του αντλιοστασίου.
Το προσωπικό του σταθμού κατάφερε να συντηρήσει και να καθαρίσει τα φίλτρα από τους θαλάσσιους «εισβολείς», αν και αρκετά μικρότερα σμήνη εμφανίστηκαν τις επόμενες μέρες, με ένα «ιδιαίτερα αξιοσημείωτο» σμήνος στις 23 Αυγούστου που ανάγκασε και πάλι τη διακοπή λειτουργίας ενός αντιδραστήρα ως προληπτικό μέτρο.
Λιγότερο από έναν μήνα αργότερα, στις 6 Σεπτεμβρίου, ο πυρηνικός σταθμός Paluel (5,2 GW) αναγκάστηκε επίσης να κλείσει έναν από τους τέσσερις αντιδραστήρες του «έπειτα από την άφιξη μεδουσών στα φίλτρα».
Η EDF επέλεξε επίσης να μειώσει την παραγωγή σε έναν ακόμη αντιδραστήρα «προληπτικά», με αποτέλεσμα να λειτουργεί μόλις ένας, αφού ένας τρίτος βρισκόταν ήδη εκτός λειτουργίας λόγω προγραμματισμένης συντήρησης.
Τρία από τα τέσσερα συστήματα λειτουργούσαν ξανά το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, με τον αντιδραστήρα Νο. 2 να παραμένει εκτός λειτουργίας για συντήρηση.
Η EDF εξήγησε τον Αύγουστο ότι η «άφιξη κολλώδων, ζελατινωδών μεδουσών» στο αντλιοστάσιο «ξεπέρασε τις προβλέψεις» και προκάλεσε «αιφνίδια αύξηση των φραγών».
Και οι δύο σταθμοί βρίσκονται στη βορειοδυτική ακτή της Γαλλίας και χρησιμοποιούν θαλασσινό νερό που αντλείται απευθείας από τη Βόρεια Θάλασσα ή τη Μάγχη για τα συστήματα ψύξης τους. Αυτό φυσικά δημιουργεί τον κίνδυνο εισόδου ξένων σωμάτων στο αντλιοστάσιο, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται προ-φίλτρα και τύμπανα φίλτρων.
Ωστόσο, η μαζική είσοδος μεδουσών ξεπέρασε τις δυνατότητες των συστημάτων φιλτραρίσματος, καθιστώντας αναγκαία τη διακοπή λειτουργίας των αντιδραστήρων, οι οποίοι ενδεχομένως να μην λάμβαναν αρκετό νερό για την ασφαλή λειτουργία τους.
Σύμφωνα με την EDF, υπεύθυνο ήταν το είδος Rhizostoma octopus, γνωστό και ως «μέδουσα-βαρέλι», «καπάκι σκουπιδοτενεκέ» ή «με φρου-φρου στόμα».
Οι μέδουσες Rhizostoma octopus ακολουθούν θερμά θαλάσσια ρεύματα για τον ετήσιο κύκλο αναπαραγωγής τους. Στο παρελθόν, η εποχική αλλαγή της θερμοκρασίας του νερού δημιουργούσε τελικά δυσμενείς συνθήκες, με αποτέλεσμα να απομακρύνονται.
Ωστόσο, σύμφωνα με δημοσίευμα της Guardian στις αρχές Αυγούστου, οι θερμοκρασίες ρεκόρ στην επιφάνεια της θάλασσας την άνοιξη –εξαιτίας της παγκόσμιας θέρμανσης– αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές για τις μέδουσες, οδηγώντας σε αυτό που οι ειδικοί περιγράφουν ως «πληθυσμιακή άνθηση» και παρατεταμένη παραμονή στα βρετανικά ύδατα.
Ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα είδη που επωφελήθηκαν από τα θερμότερα νερά ήταν και η μέδουσα-βαρέλι, που μπορεί να φτάσει σε διάμετρο το ένα μέτρο και διαθέτει μακριούς, φρουφρουδένιους βραχίονες, με σχετικά ήπιο τσίμπημα.
Η EDF δεσμεύτηκε για μια «σε βάθος τοπική, εθνική και διεθνή ανάλυση» των γεγονότων που οδήγησαν στη διακοπή των αντιδραστήρων της, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Ένωση Πυρηνικών Χειριστών (WANO).
Η ανάλυση αναμένεται να διαρκέσει αρκετούς μήνες, με σκοπό να «επιτρέψει στους παράκτιους σταθμούς να προσαρμόσουν τις τρέχουσες διαδικασίες και να βρουν νέες, αποτελεσματικές λύσεις».