Μενού Ροή
Οινοποιείο Γιακουμάκη: Με ορίζοντα το Λιβυκό και αμπελώνες σε αρχαία μονοπάτια και αρχές αειφορίας

Ανάμεσα σε αρχαίες πόλεις που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα τα Ελληνιστικά χρόνια στα νότια του Νομού Χανίων, με φόντο το Λιβυκό Πέλαγος κι ανάμεσα σε γραφικά, άλλοτε κεφαλοχώρια, ένα νέο οινοποιείο έχει “γεννηθεί” δίνοντας στίγμα αειφορίας και ισόρροπης ανάπτυξης στην περιοχή της Επαρχίας Σελίνου.

“Ψυχή” της όλης προσπάθειας ο Γιάννης Γιακουμάκης. Πατέρας τεσσάρων παιδιών, γέννημα θρέμμα της περιοχής, που ανοίγεται μεταξύ των νότιων παρυφών των Λευκών Ορέων και του απέραντου γαλάζιου του Λιβυκού, γνωρίζει όσο λίγοι κάθε γωνιά της περιοχής. Γεννημένος μέσα στα αμπέλια, μαχητής της καθημερινότητας στην Ελληνική περιφέρεια, αλλά και μύστης των παραδοσιακών ποικιλιών, αλλά κι ανοικτός στα νέα οινικά μονοπάτια έχει ξεκινήσει τη δική του προσπάθεια ανάδειξης των πλεονεκτημάτων που δίνει σε γηγενείς και διεθνείς ποικιλίες το terroir του Ανατολικού Σελίνου.

Παράλληλα βέβαια, ανάμεσα στα αμπελια ιχνηλατεί την ιστορία και τα “αρχαία” μονοπάτια της ιστορίας καθώς είναι ο ακοίμητος αρχαιοφύλακας της Λισσού, της πλεον εμβληματικής αρχαίας πόλης της ευρύτερης περιοχής με ιερά και σημαντικά ευρήματα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.

 

Η παράδοση και τα τρυγοπατήματα

“Μεγάλωσα σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης , στη Μάζα Σελίνου, ένα μέρος με παράδοση στην παραγωγή κρασιού, μικρή μεν όμως ξεχωριστή και ποιοτική . Πάντα λοιπόν θυμάμαι το εαυτό μου να βρίσκεται μέσα στα αμπέλια μαζί με τους μεγαλύτερους , να παρατηρώ, να ρωτώ να μαθαίνω από την πείρα τους και μεγαλώνοντας να συμμετέχω ενεργά σε όλες τις εργασίες του αμπελιού, από το φύτεμα , μέχρι το σκάψιμο, το κλάδεμα και τα «τρυγοπατήματα»… Έτσι λοιπόν από νωρίς έμαθα, εξοικειώθηκα και δέθηκα με τη γη , με το αμπέλι , με το κρασί..”

“Στη Μάζα του Δήμου Καντάνου Σελίνου όλοι οι κάτοικοι είχαν αμπελώνες που καλλιεργούσαν με πολύ μεράκι για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες σε κρασί. Το αμπελοτόπι της Μάζας , το έδαφος και το κλίμα βοήθησαν στο να ευδοκιμήσει το κρασί στην περιοχή αυτή. Πρόκειται για μια μακρόχρονη παράδοση που τώρα συνεχίζεται από τους νεότερους παρά το ότι οι πιο πολλοί δεν ζουν πια στο χωριό. Οι ντόπιοι θυμούνται ότι οι Γερμανοί τον καιρό της Κατοχής αφού έπιναν το μοσχάτο κρασί, μετά με κουτάλια μάζευαν κι έτρωγαν την ύλη (κατακάθι) από τον πυθμένα των βαρελιών…” σημειώνει κάνοντας μια βουτιά στις συλλογικές μνήμες της περιοχής.

Ο Συνεταιρισμός, η ερήμωση και το Μοσχάτο Σπίνας

Σύμφωνα με όσα αναφέρει “στη Μάζα διασώθηκε η ποικιλία του μοσχάτου Σπίνας που καλλιεργείται εδώ και 150 περίπου χρόνια. Επίσης καλλιεργείται το κοτσιφάλι και λιγότερο το ρωμέικο. Για μερικά χρόνια δραστηριοποιήθηκε και ο Συνεταιρισμός Μάζας που προχώρησε σε εμφιάλωση και προώθηση του μοσχάτου κρασιού. Δυστυχώς όμως η λειτουργία του σταμάτησε νωρίς καθώς δεν υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι να τον στηρίξουν, αφού όπως είναι γνωστό στα ορεινά χωριά της περιοχής είναι πολύ έντονο το πρόβλημα της ερήμωσης” αναφέρει μιλώντας στο Agricola περιγράφοντας την ποικιλια - “σηματωρό” της περιοχής, εστιάζοντας, παράλληλα, στις “ασυμμετρίες” της ανάπτυξης ανάμεσα στα βόρεια της Κρήτης και τα νότια, όπου με τις εξαιρέσεις των τοπικών τουριστικών θερέτρων της Σούγιας και της Παλαιόχωρας τα “έρημα χωριά” είναι ο κανόνας.

Ο ίδιος πάντως επέμεινε και θέλησε να δώσει ζωή σε καλλιέργειες και χωράφια πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, που θέλει τον τουρισμό, μονοσήμαντα, να τρέφει τους κατοίκους μιας “ευλογημένης” περιοχής, όπου άλλοτε οι αγροτικές περιουσίες ήταν πολύτιμες.

“Όταν πια ήρθε η ώρα να αναλάβω εγώ την συνέχιση αυτής της συναρπαστικής περιπέτειας , δεν είχα παρά να το κάνω.. Εξάλλου ήταν κάτι που προέκυψε εντελώς φυσικά και αβίαστα. Οι αμπελώνες πέρασαν στα δικά μου χέρια , έγιναν αναμπελώσεις , φυτεύτηκαν νέοι και προστέθηκαν καινούριες ποικιλίες.

Σιγά σιγά ασχολήθηκα πιο επαγγελματικά και γρήγορα κατάλαβα ότι έπρεπε να εξελίξω αυτή την υπέροχη ιστορία και να την πάω λίγα βήματα πιο πέρα! Έτσι προέκυψε το οινοποιείο που από το 2016 όλο εξελίσσεται και σιγά σιγά γράφει κι αυτό την δική του ιστορία. Πολύτιμοι βοηθοί σε αυτή την προσπάθεια είναι οι οινολόγοι μας ο Νίκος Κοτσάκης και η Αμφιτρίτη Ρουμελιώτη που με τη γνώση τους αλλά κυρίως με την αφοσίωσή και την αγάπη τους σε αυτό που κάνουν, στηρίζουν και εξελίσσουν την προσπάθειά μας μέσα από μια όμορφη συνεργασία αλλά και φιλία πλέον…” αναφέρει ο Γιάννης Γιακουμάκης.

Οι ποικιλίες

“Οι ποικιλίες που χρησιμοποιούμε στο οινοποιείο μας για την παρασκευή των ερυθρών κρασιών είναι από τις γηγενείς, το κοτσιφάλι , το ρωμέικο, αλλά βλέπουμε και το Syrah, το Cabernet Sauvignon που δίνουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Για τα λευκά κρασιά χρησιμοποιούμε μοσχάτο Σπίνας και θραψαθήρι/. Όλες αυτές τις ποικιλίες, τις καλλιεργούμε στους αμπελώνες μας που βρίσκονται στη Μάζα και στη Λειβάδα Σελίνου με βιολογικό τρόπο” υπογραμμίζει σημειώνοντας ότι “το έδαφος και το κλίμα της περιοχής που βρίσκονται οι αμπελώνες είναι ευνοϊκά για τέτοιου είδους καλλιέργεια. Βρίσκονται σε υψόμετρο από 700 έως και 800 μέτρα, το κλίμα είναι ξηρό, επομένως δεν έχουμε πολλές προσβολές από μύκητες ή άλλου είδους ασθένειες” κάτι που ευνοεί μια φιλική στο περιβάλλον καλλιέργεια.

Με σεβασμό στη γη και την αειφορία

Ο ίδιος επιμένει, άλλωστε, στην αρχή της αειφορίας όπως ο ίδιος ο τόπος δίδασκε κάποτε τους παλαιότερους. “Η παραγωγή μας δεν είναι πολύ μεγάλη και κρατάμε τη στρεμματική απόδοση χαμηλά , ώστε να μην εξαντλούμε και να μην υποβαθμίζουμε το έδαφος. Επιπλέον οι καλλιέργειες μας είναι καθαρά βιολογικές. Αυτό συνεπάγεται περισσότερη δουλειά φυσικά, αφού για παράδειγμα το να καταπολεμάς τα ζιζάνια με όχι χημικούς τρόπους δεν είναι απλό, ούτε εύκολο. Όμως η ποιοτική παραγωγή που δεν επιβαρύνει ούτε το περιβάλλον αλλά ούτε και το προϊόν που παράγουμε είναι σημαντικά για εμάς. Η γη όταν την σέβεσαι σου αποδίδει , όταν την εκμεταλλεύεσαι εξοντωτικά παύει να σου προσφέρει …” αναφέρει σημειώνοντας ότι η συνολική παραγωγή του Οινοποιείου είναι περίπου 30.000 λίτρα το χρόνο, με το μεγαλύτερο μέρος αυτής διατίθεται στην τοπική αγορά και το υπόλοιπο σε άλλες περιοχές της χώρας. “Προσπαθούμε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μας να απορροφάται στις κοντινές αγορές. Πολλοί είναι αυτοί που αποζητούν ντόπια και γνήσια προϊόντα μικρότερων οινοποιείων” τονίζει .

“Άλλωστε τουρισμός είναι σημαντικός παράγοντας για τη ζωή μας πλέον. Ζούμε σε μία τουριστική χώρα. Η ζήτηση του κρασιού και της ρακής κατά τους θερινούς μήνες είναι πολύ μεγαλύτερη συγκριτικά με τους χειμερινούς. Οι ξένοι φαίνεται επιδιώκουν τα ντόπια, γνήσια και αγνά προϊόντα . Αυτό βοηθά στην αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων μας” δίνοντας από την εσχατιά αυτή της Κρήτης το στίγμα βιωσιμότητας που αναζητά η Μεγαλόνησος αλλά και ο ίδιος ο τουρισμός της που ήδη “πνίγει” το βορρά.

Το “Ρωμέικο”

Στην αχιμή του ενδιαφέροντος του Γιάννη Γιακουμάκη αλλά και άλλων οινοποιών στα Χανιά είναι η γηγενής ποικιλία “Ρωμέικο” που αναπτύσσεται σε ημιορεινούς αμπελώνες, κύρια των Χανίων και δευτερευόντως του Δυτικού Ρεθύμνου, δίνοντας οινοστάφυλα υψηλών βαθμών. “Κι εμείς και κάποια άλλα οινοποιεία του νομού Χανίων έχουμε κάνει προσπάθεια να δημιουργήσουμε φιάλες που βασίζονται στην ποικιλία αυτή με αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα” σημειώνει για το σταφύλι που μεγάλωσε γενιές Χανιωτών δίνοντας τον περίφημο, αλλά ευοξείδωτο “μαρουβά”, το ταυτοτικό κρασί της περιοχής με οινοποίηση εντός των βαρελιών. Τρόπος που απαντάται και σε άλλα σημεία της Ευρώπης “χτίζοντας” κοινό πεδίο παραδοσιακών αναφορών σε μύστες των οινικών διαδρομών π.χ. των Πυρηναίων.

“Παλιότερα το να πείσεις τους ντόπιους να εγκαταλείψουν τον μαρουβά ήταν πραγματικά δύσκολο. Καθώς δεν γνώριζαν άλλες ποικιλίες ήταν λάτρεις του μαρουβά . Όλοι αυτό γνώριζαν, αυτό έπιναν κι αυτό τους άρεσε. Σήμερα πλέον αυτό έχει αλλάξει. Οι ντόπιοι καταναλωτές δοκιμάζουν και προσεγγίζουν σιγά σιγά και τις νέες ποικιλίες κρασιού. Με δεδομένο μάλιστα ότι πολλοί από αυτούς ασχολούνται με τον τουρισμό η ανακάλυψη νέων τύπων κρασιού είναι αναγκαία” τονίζει ο Γιάννης Γιακουμάκης. που δεν παραλείπει να επισημάνει, σχολιάζοντας τη συγκυρία, ότι ο αγροτικός κόσμος θέλει την πολιτεία να ενσκήψει ουσιαστικά πάνω του. “Πράγματι η αύξηση των τιμών σε όλα τα επίπεδα έχει επηρεάσει και το κόστος παραγωγής του κρασιού. Η αύξηση των τιμών των καυσίμων, των τιμολογίων της ΔΕΗ, των τιμών των βιολογικών λιπασμάτων συνεπάγεται αμέσως αύξηση του κόστους παραγωγής . Ωστόσο προσπαθούμε να διατηρούμε τις τιμές των προϊόντων μας σε λογικά επίπεδα ώστε να είναι προσιτά στο μέσο καταναλωτή” καταλήγει.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Διαβάστε ακόμη

Άρθρα κατηγορίας