Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Ελλάδα βρισκόταν σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Η χώρα ανασυγκροτούνταν μετά την οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου και την πολιτική αστάθεια, ενώ το καθεστώς της 4ης Αυγούστου υπό τον Ιωάννη Μεταξά επιδίωκε να ενισχύσει την εθνική αυτάρκεια και την κρατική συνοχή.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο ενεργειακός τομέας αντιμετωπιζόταν σταδιακά ως στρατηγικός πυλώνας για την άμυνα και τη βιομηχανική ανάπτυξη. Ωστόσο, λίγο πριν την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου 1940, η χώρα διέθετε έναν ενεργειακό χάρτη κατακερματισμένο, εξαρτημένο από ξένα καύσιμα και χωρίς ενιαίο εθνικό σχεδιασμό.
Η ηλεκτροπαραγωγή στον Μεσοπόλεμο: Κατακερματισμός και τοπικοί πάροχοι
Στη δεκαετία του 1930, η ηλεκτροδότηση της Ελλάδας δεν ελεγχόταν από κάποιον ενιαίο κρατικό φορέα, καθώς η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) θα ιδρυόταν μόλις το 1950.
Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών και δημοτικών επιχειρήσεων που λειτουργούσαν τοπικά δίκτυα χωρίς κεντρικό διασυνδεδεμένο σύστημα. Η πιο γνωστή εταιρεία ήταν η Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς (ΗΕΑΠ), γνωστή και ως “Power”, η οποία είχε εξασφαλίσει την ηλεκτροδότηση των δύο μεγαλύτερων αστικών κέντρων της χώρας. Αντίστοιχες μικρότερες εταιρείες λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Βόλο και σε άλλες πόλεις.
Το ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιούνταν κυρίως για φωτισμό και οικιακή κατανάλωση, ενώ η χρήση του στη βιομηχανία ήταν περιορισμένη. Οι περισσότερες βιομηχανικές μονάδες συνέχιζαν να λειτουργούν με ατμομηχανές που τροφοδοτούνταν με κάρβουνο ή μαζούτ. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού και η απουσία εκτεταμένων υποδομών εμπόδιζαν την ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας παραγωγικών δραστηριοτήτων που απαιτούσαν σταθερή και φθηνή ηλεκτρική ενέργεια.
Ενεργειακές πρώτες ύλες: Λιγνίτης σε εμβρυακή φάση και εξάρτηση από εισαγωγές
Ο λιγνίτης, που αργότερα θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής, βρισκόταν τότε στα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης. Περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη είχαν ήδη εντοπιστεί ως λιγνιτικές λεκάνες, αλλά τα έργα εξόρυξης και καύσης τους για ηλεκτροπαραγωγή δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί σε σημαντική κλίμακα. Η χώρα κάλυπτε τις ενεργειακές της ανάγκες κυρίως μέσω εισαγωγών άνθρακα και πετρελαίου.
Το πετρέλαιο εισαγόταν κυρίως από τις διεθνείς αγορές, γεγονός που οδηγούσε σε μεγάλη εξάρτηση από εξωτερικούς παράγοντες. Κατά την προετοιμασία για τον πόλεμο, η κυβέρνηση Μεταξά προσπάθησε να εξασφαλίσει αποθέματα καυσίμων, ωστόσο οι διεθνείς εντάσεις και η σταδιακή μετατροπή της Μεσογείου σε πολεμική ζώνη αύξαναν τους κινδύνους διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού.
Υδροηλεκτρικά έργα: Πρώιμα σχέδια χωρίς άμεση υλοποίηση
Κατά την προπολεμική περίοδο άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες σκέψεις για την αξιοποίηση των υδάτινων πόρων της χώρας προς παραγωγή ενέργειας. Ειδικοί μηχανικοί και κρατικοί παράγοντες μελετούσαν τη δυνατότητα κατασκευής υδροηλεκτρικών φραγμάτων σε ποταμούς όπως ο Αχελώος, ο Άραχθος και ο Λούρος. Αν και υπήρξαν προτάσεις και προμελέτες, η οικονομική στενότητα και η πίεση της επικείμενης πολεμικής σύρραξης δεν επέτρεψαν την υλοποίηση τέτοιων έργων πριν το 1940. Έτσι, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο χωρίς αναπτυγμένο υδροηλεκτρικό δυναμικό.
Ο ρόλος του καθεστώτος Μεταξά και η προετοιμασία για την αυτάρκεια
Η δικτατορία του Μεταξά (1936-1941) έδειξε ενδιαφέρον για την οργάνωση των κρίσιμων υποδομών της χώρας ενόψει ενός ενδεχόμενου πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε αντιληπτό ότι η ενέργεια αποτελούσε βασικό παράγοντα εθνικής ισχύος. Ξεκίνησαν προσπάθειες απογραφής των ενεργειακών πόρων, ενώ σχεδιάστηκε μια πολιτική σταδιακής ενίσχυσης της ηλεκτροπαραγωγής. Παρόλα αυτά, οι προσπάθειες αυτές έμειναν κυρίως σε επίπεδο σχεδιασμού, καθώς το καθεστώς είχε να αντιμετωπίσει επείγουσες ανάγκες στον στρατό, τις οδικές μεταφορές και τις οχυρωματικές εργασίες (π.χ. Γραμμή Μεταξά).
Ο Μεταξάς πίστευε στην ανάγκη ενεργειακής αυτάρκειας, όμως ο περιορισμένος χρόνος, οι οικονομικοί πόροι και η απουσία μιας βαριάς βιομηχανικής παράδοσης δεν επέτρεψαν την άμεση υλοποίηση μιας ευρείας κρατικής πολιτικής στον τομέα της ενέργειας.
Ενέργεια και βιομηχανία: Περιορισμένη ηλεκτροκίνητη παραγωγή
Η βιομηχανική παραγωγή της εποχής στηριζόταν κυρίως στη μεταποίηση (κλωστοϋφαντουργία, τρόφιμα, καπνοβιομηχανία, μεταλλουργία μικρής κλίμακας). Οι περισσότερες βιομηχανίες διέθεταν δικά τους μικρά μηχανουργεία ή ατμοκίνητα συστήματα για να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ενέργεια. Αυτό σήμαινε χαμηλή αποδοτικότητα, υψηλό λειτουργικό κόστος και σημαντικές εξαρτήσεις από την εισαγωγή καυσίμων.
Η ηλεκτροκίνηση εκτιμάτο ως πιο αποδοτική, όμως η απουσία κεντρικών και φθηνών πηγών ηλεκτρικής ενέργειας εμπόδιζε τη μετάβαση.
Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κατάστασης στην πολεμική προετοιμασία
Καθώς η Ελλάδα προετοιμαζόταν για έναν πόλεμο σε συνθήκες εθνικής άμυνας, η έλλειψη ενεργειακής αυτάρκειας αποτέλεσε σοβαρό περιοριστικό παράγοντα. Η μεταφορά στρατιωτικών εφοδίων, η λειτουργία εργοστασίων πολεμικού υλικού και η κίνηση ατμομηχανών απαιτούσαν άνθρακα και πετρέλαιο, τα οποία έπρεπε να εισαχθούν.
Όταν άρχισαν οι επιθέσεις υποβρυχίων στα ελληνικά πλοία πριν ακόμη την επίσημη κήρυξη του πολέμου, ο ενεργειακός εφοδιασμός τέθηκε σε κίνδυνο. Η κυβέρνηση άρχισε να λαμβάνει μέτρα εξοικονόμησης και οργάνωσε αποθήκες καυσίμων, αλλά η εξάρτηση από τις θαλάσσιες μεταφορές παρέμενε προβληματική.
Λίγο πριν την ιταλική επίθεση του 1940, ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας χαρακτηριζόταν από κατακερματισμό, εξάρτηση από ξένα καύσιμα και απουσία κεντρικού σχεδιασμού. Η ηλεκτροπαραγωγή περιοριζόταν σε τοπικά δίκτυα υπό ιδιωτική διαχείριση, ο λιγνίτης δεν είχε ακόμη αξιοποιηθεί ευρέως, ενώ τα υδροηλεκτρικά έργα παρέμεναν σε επίπεδο σχεδίων.
Ο πόλεμος αποκάλυψε τη στρατηγική σημασία της ενέργειας και οδήγησε στη συνειδητοποίηση πως μια χώρα δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο σε εισαγωγές για τις ενεργειακές της ανάγκες. Αυτή η εμπειρία αποτέλεσε θεμέλιο για τη μεταπολεμική πολιτική, η οποία κορυφώθηκε με την ίδρυση της ΔΕΗ το 1950 και την επιταχυνόμενη εκμετάλλευση του λιγνίτη και των υδροηλεκτρικών πόρων.
Έτσι, το προπολεμικό ενεργειακό τοπίο, παρότι ανεπαρκές, αποτέλεσε την απαρχή μιας σταδιακής ενεργειακής μετάβασης που επηρέασε καθοριστικά την αναπτυξιακή πορεία της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.