Η Ισπανία ζει μια εντυπωσιακή, αλλά και προβληματική, έκρηξη στην ηλιακή ενέργεια, αναφέρουν σε αναλυσή τους οι Financial Times. Από το 2018, η κυβέρνηση Σάντσεθ ευνόησε την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών χωρίς άμεσες επιδοτήσεις, προσελκύοντας επενδυτές χάρη στη σταθερή πολιτική και την άφθονη ηλιοφάνεια.
Η χώρα έφτασε τα 36 GW εγκατεστημένης ισχύος και σε ορισμένες μέρες της άνοιξης το 60% της ηλεκτρικής παραγωγής προήλθε από τον ήλιο, μειώνοντας δραστικά τη χρήση ορυκτών καυσίμων και τις τιμές ρεύματος.
Ωστόσο, η υπερπροσφορά έχει οδηγήσει σε συχνές μηδενικές ή και αρνητικές χονδρικές τιμές, πλήττοντας τα έσοδα των παραγωγών. Το δίκτυο ηλεκτρισμού, υποεπενδυμένο σε σχέση με την ανάπτυξη των ΑΠΕ, δεν μπορεί να απορροφήσει την παραγωγή, με αποτέλεσμα περικοπές (“curtailments”) και καθυστερήσεις σε νέες συνδέσεις. Η μεγάλη διακοπή ρεύματος του Απριλίου, που επηρέασε 58 εκατ. ανθρώπους, ανέδειξε τα προβλήματα σταθερότητας του συστήματος, το οποίο βασίζεται πλέον σε διάσπαρτες και διακοπτόμενες πηγές ενέργειας.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να περάσει νομοσχέδιο «κατά των μπλακάουτ» για επενδύσεις σε δίκτυο, μπαταρίες και τεχνολογίες σταθεροποίησης, αλλά απορρίφθηκε στη Βουλή. Στο μεταξύ, οι τιμές πώλησης έργων έχουν καταρρεύσει, ενώ η αγορά στρέφεται σε αποθήκευση ενέργειας μέσω μπαταριών για αξιοποίηση της φθηνής μεσημεριανής παραγωγής στις ώρες αιχμής.
Η Ισπανία διαθέτει μόλις 60 MW αποθηκευτικής ισχύος, πολύ πίσω από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και οι διαδικασίες αδειοδότησης παραμένουν αργές.
Η ζήτηση ρεύματος παραμένει στάσιμη εδώ και δύο δεκαετίες, παρά τις ελπίδες για εξηλεκτρισμό της βιομηχανίας και διάδοση ηλεκτρικών οχημάτων. Μεγάλοι καταναλωτές όπως data centers ενδιαφέρονται να εγκατασταθούν στη χώρα λόγω χαμηλών τιμών, αλλά εμποδίζονται από τα προβλήματα διασύνδεσης και αδειοδότησης.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υπερπροσφορά είναι μεταβατική φάση που θα προσελκύσει βιομηχανία και θα ισορροπήσει την αγορά τα επόμενα χρόνια, όμως ο κλάδος ανησυχεί για κερδοφορία και βιωσιμότητα των επενδύσεων, προειδοποιώντας ότι το ηλιακό «μπουμ» μπορεί να έχει ήδη κορυφωθεί.