Έξτρα κόστη, σε μια δύσκολη συγκυρία για τις επιχειρήσεις και ειδικά τις μικρομεσαίες επιφέρει η παλαιότητα και η υπερφόρτωση του ηλεκτρικού δικτύου. Πιο συγκεκριμένα, ειδικά το καλοκαίρι. εκατοντάδες επιχειρήσεις, από όλους τους κλάδους, αντιμετωπίζουν μεγάλα ζητήματα από συχνές διακοπές και πτώσεις τάσης που. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας επτά στις δέκα επιχειρήσεις σε Αττική και Κεντρική Μακεδονία αντιμετωπίζει διακοπές ρεύματος μία με δύο φορές το χρόνο ενώ και οι συνεχείς πτώσεις ρεύματος δημιουργούν σοβαρά κόστη για τις επιχειρήσεις που ξεκινούν από 1.000 ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν και τις 6.000 ευρώ.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΒΕΑ, Κωνσταντίνος Δαμίγος, “τα στοιχεία των ερευνών που εκπόνησε το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, σε συνεργασία με την Πανελλήνιο Ομοσπονδία Σωματείων Εργοληπτών Ηλεκτρολόγων και τα Βιοτεχνικά Επιμελητήρια Θεσσαλονίκης και Πειραιά, αποτελούν καμπανάκι κινδύνου για την ίδια τη λειτουργία της παραγωγικής οικονομίας. Το ελληνικό δίκτυο ηλεκτροδότησης παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες και δομικές ανεπάρκειες.
Οι συχνές διακοπές ρεύματος, οι διακυμάνσεις τάσης, οι καθυστερήσεις συνδέσεων και η απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας με τον ΔΕΔΔΗΕ δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά, αλλά παθογένεια που εντάθηκε το τελευταίο διάστημα. Οι επαγγελματίες και οι βιοτέχνες πληρώνουν καθημερινά το τίμημα αυτής της αδράνειας με κατεστραμμένο εξοπλισμό, χαμένες ώρες παραγωγής και απώλειες πελατών”.
Με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν οι συχνότερες διακοπές παρουσιάζονται το καλοκαίρι (62%), λόγω τεχνικών βλαβών (38%), παλαιότητας δικτύου (28%) ή φορτίου (20%). Οι διακοπές ρεύματος τον χειμώνα (29%) οφείλονται και σε κακοκαιρία (8%). Από τις διακοπές ρεύματος σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις υπέστησαν ζημιές σε εξοπλισμό και το 26% σε απώλεια προϊόντων.
Η παραγωγή επηρεάζεται με πλήρη διακοπή της σε ποσοστό 67%, καθυστερήσεις προϊόντων 19% και απώλεια πελατών (12%). Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις και τις ζημιές λόγω υπέρτασης πτώσης τάσης δικτύου ένα 46% δηλώνει ζημιές σε εξοπλισμό, 22% απώλεια πρώτων υλών ή προϊόντων και ένα 43% πλήρη διακοπή παραγωγής.
Με βάση τον πρόεδρο του ΒΕΑ, “οι πρόσφατες προκλήσεις – η κλιματική κρίση, η ενεργειακή μετάβαση και η αυξανόμενη ζήτηση – αποκάλυψαν με τον πιο ωμό τρόπο τις εκρηκτικές αδυναμίες ενός απαρχαιωμένου δικτύου. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τεχνικό. Είναι και πολιτικό- διαχειριστικό”. Ο κ., Δαμίγος παράλληλα ανέφερε ότι:
“Τα Βιοτεχνικά Επιμελητήρια και η ΠΟΣΕΗ δεν πρόκειται να μείνουν θεατές. Θα συνεχίσουμε να ασκούμε πίεση με τεκμηρίωση και συλλογική δράση, διεκδικώντας τον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού δικτύου και την ενίσχυση του ΔΕΔΔΗΕ με ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικά μέσα για την εξυπηρέτηση των πελατών. Είναι απαραίτητο να βελτιωθεί το πλαίσιο αποζημιώσεων με ταχύτερες και απλούστερες διαδικασίες, για τις επιχειρήσεις που πλήττονται από τις αστοχίες του συστήματος .
Η σταθερή, αξιόπιστη και ποιοτική ηλεκτροδότηση,δεν είναι πολυτέλεια. Είναι προϋπόθεση επιβίωσης για την επιχειρηματικότητα και την κοινωνική συνοχή.Το ΒΕΑ καλεί την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς που διαχειρίζονται την ηλεκτροδότηση της χώρας να αναλάβουν πρωτοβουλίες διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των επιχειρήσεων και του κλάδου με κοινό στόχο να προχωρήσουν άμεσα σε παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού. Η ελληνική επιχειρηματικότητα δεν αντέχει άλλη καθυστέρηση. Κάθε μέρα που περνά χωρίς λύση, μεταφράζεται σε ζημιές και απώλεια ανταγωνιστικότητας” καταλήγει ο κ. Δαμίγος.
Αποζημιώσεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιχειρήσεις που έχουν υποστεί ζημιές δεν στρέφονται στον ΔΕΔΔΗΕ για αποζημίωση παρότι προβλέπεται ρητά από τη νομοθεσία και τη ΡΑΑΕΥ. Όπως εξήγησε η διοίκηση του ΒΕΑ αυτό οφείλεται κατά ένα μέρος σε άγνοια αλλά κυρίως στο γεγονός ότι πιστεύουν ότι δεν θα καταφέρουν να πάρουν αποζημιώσεις. Άλλωστε η έρευνα καταδεικνύει ότι και από το 9% που τελικά διεκδίκησε αποζημίωση από τον ΔΕΔΔΗΕ μόλις το 14% είχε αποτέλεσμα. Ως λόγοι μη καταβολής της αποζημίωσης που αιτήθηκαν το 50% δηλώνει ότι είτε δεν ασχολήθηκαν από τον ΔΕΔΔΗΕ ή δεν ήρθαν για αυτοψία και το 22% ότι δεν αναγνώρισαν ότι υπήρξε πτώση της τάσης. Δύσκολη όμως είναι η εικόνα που παρουσιάζεται σε επίπεδο ασφάλισης της επιχείρησης. Μόλις το 18% είναι ασφαλισμένο για τέτοιες περιπτώσεις ενώ και σε αυτές που ήταν μόλις το 24% έχει λάβει αποζημίωση ενώ στους λόγους μη καταβολής το 33% δηλώνει ότι δεν καλύπτονται από τις ασφαλιστικές οι ζημιές από υπέρταση- πτώση τάσης.
Κόστη
Σημειώνεται ότι το για να θωρακιστεί μια επιχείρηση απαιτούνται δαπάνες. Συγκεκριμένα για την προφύλαξη από τα προβλήματα που δημιουργούνται στην ηλεκτροδότηση είναι για μια μέση επιχείρηση ο ‘λογαριασμός” είναι περίπου στα 1000 ευρώ.
Αδυναμίες εξυπηρέτησης
Ένα άλλο ζήτημα που ανέδειξε η έρευνα είναι και τα ελλείμματα εξυπηρέτησης λόγω …. ψηφιακής μετάβασης. Έτσι, με βάση την έρευνα, η επικοινωνία και εξυπηρέτηση από τον Διαχειριστή για πάνω από τρεις στους δέκα ηλεκτρολόγους εγκαταστάτες είναι πολύ κακή και το 43% μέτρια. Στα αρνητικά σχόλια καταγράφεται η έλλειψη προσωπικού στο τηλεφωνικό κέντρο, η έλλειψη φυσικής παρουσίας, η ψηφιακή μετάβαση στα αιτήματα, η αδύνατη επικοινωνία με τα συνεργεία.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο μέσος όρος χρόνου που απαιτείται για μια νέα σύνδεση από έναν έως τρεις μήνες με το 36% να δηλώνει και πάνω από τρεις μήνες. Αναφορικά με τις πτώσεις τάσεις ή υπέρτασης από την πλευρά των ηλεκτρολόγων είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν έξι στους δέκα. Στα εναέρια δίκτυα εντοπίζονται τα προβλήματα, απαντά το 84%. Την περίοδο του καλοκαιριού εμφανίζεται η μεγαλύτερη συχνότητα των προβλημάτων, παρεχόμενης ενέργειας, αναφέρει το 59%.
Ως κύριες αιτίες αναφέρονται η παλαιότητα του δικτύου 52%, η υπερφόρτωση 18% και η κακοκαιρία 14%.
Οι συνέπειες είναι η καταστροφή ηλεκτρικών συσκευών 65%, συχνές επισκευές 20% και μειωμένη απόδοση μηχανημάτων 13%.