Μία νέα «γέφυρα» ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την πράσινη ενέργεια επιχειρεί να χτίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μέσω ρύθμισης στο νέο νομοσχέδιο, που ανοίγει τον δρόμο για εγκατάσταση αγροβολταϊκών συνολικής ισχύος 130 MW σε όλη τη χώρα, με εγγυημένη τιμή πώλησης 65 €/MWh.
Πρόκειται για ένα μοντέλο που εφαρμόζεται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κατά το οποίο τα φωτοβολταϊκά πάνελ είναι τοποθετημένα σε ύψος, ώστε κάτω από αυτά να συνεχίζει κανονικά η καλλιέργεια. Στόχος, είναι το «διπλό εισόδημα» για τον αγρότη, τόσο από το χωράφι όσο και από το ρεύμα.
Η συζήτηση για τα αγροβολταϊκά εξελίσσεται σε φόντο αγροτικών κινητοποιήσεων και αυξανόμενου προβληματισμού των μικρομεσαίων επενδυτών ΑΠΕ.
Τι προβλέπει η ρύθμιση
Το σχέδιο του ΥΠΕΝ προβλέπει εγκατάσταση έως 10 MW αγροβολταϊκών ανά Περιφέρεια, με τις πρώτες αιτήσεις να ανοίγουν, σύμφωνα με το κείμενο της διάταξης, τον Φεβρουάριο του 2026.
Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν οι κατ’ επάγγελμα αγρότες αλλά και τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφόσον έχουν συνάψει συμφωνία με τον ιδιοκτήτη ή διαχειριστή της καλλιεργούμενης έκτασης ή των θερμοκηπίων.
Παράλληλα, δίνεται δυνατότητα προσθήκης συστήματος αποθήκευσης με μπαταρίες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται τουλάχιστον μία ώρα αποθηκευτικής ικανότητας.
Κρίσιμο τεχνικό στοιχείο είναι ότι τα φωτοβολταϊκά θα πρέπει να τοποθετούνται σε ύψος τουλάχιστον 2,1 μέτρων από το έδαφος, ώστε να επιτρέπεται η συνέχιση των καλλιεργητικών εργασιών και η διέλευση μηχανημάτων. Όμως, αυτό το ύψος οδηγεί σε σημαντικά ακριβότερες μεταλλικές κατασκευές σε σχέση με τα κλασικά πάρκα, ανεβάζοντας το επενδυτικό κόστος.
Η ταρίφα ορίζεται στα 65 €/MWh (περίπου 6,5 λεπτά/kWh), με στόχο να διαμορφωθεί ένα σταθερό πλαίσιο εσόδων. Το ερώτημα που τίθεται από αρκετούς παράγοντες της αγοράς είναι αν αυτό το επίπεδο τιμής επαρκεί για να «βγαίνουν οι αριθμοί» σε επενδύσεις με τόσο υψηλό CAPEX.
Στη σκιά του «Φωτοβολταϊκά στο Χωράφι» - Επιφυλακτική η αγορά
Η νέα ρύθμιση έρχεται ως συνέχεια του προγράμματος «Φωτοβολταϊκά στο Χωράφι», το οποίο άφησε «περίεργη» γεύση στην αγροτική κοινότητα. Πολλοί παραγωγοί διαμαρτυρήθηκαν ότι, λόγω περικοπών έγχυσης από τον Διαχειριστή, το πραγματικό οικονομικό όφελος ήταν πολύ χαμηλότερο από το προσδοκώμενο, καθώς σημαντικό μέρος της παραγόμενης ενέργειας δεν μπορούσε να διοχετευθεί στο δίκτυο.
Έτσι, οι προσδοκίες απέναντι στα αγροβολταϊκά είναι συγκρατημένες. Οι εκπρόσωποι του κλάδου που επαναφέρουν σταθερά τρεις βασικές διεκδικήσεις: ταχύτερη χορήγηση όρων σύνδεσης, επιδοτήσεις κεφαλαίου και υψηλότερη ταρίφα, προκειμένου να καταστούν βιώσιμα τα έργα.
Η αγορά επισημαίνει ως το βασικότερο «αγκάθι» το πλαφόν των 10 MW ανά Περιφέρεια, χαρακτηρίζοντάς το υπερβολικά «οριζόντιο» μέτρο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες κάθε περιοχής. Υπάρχουν Περιφέρειες με μεγάλη αγροτική δραστηριότητα και ώριμο ενδιαφέρον για τέτοιες επενδύσεις που, όπως λένε, θα «χτυπήσουν ταβάνι» σχεδόν άμεσα.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι ο ορισμός των αγροβολταϊκών στο νομοσχέδιο είναι ατελής, χωρίς σαφή τεχνικά κριτήρια για την πυκνότητα, τις αποστάσεις ή τα είδη καλλιεργειών που θεωρούνται συμβατά.
Έντονο προβληματισμό προκαλεί και η πρόβλεψη ότι η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού εξοπλισμού μπορεί να καλύπτει μέχρι το 10% της αρχικά καλλιεργούμενης έκτασης. Σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, σε πολλές περιπτώσεις αυτό το όριο καθιστά οικονομικά μη ελκυστικό το εγχείρημα, καθώς δεν επιτρέπει την αξιοποίηση επαρκούς δυναμικού στην ίδια έκταση.
Το μεγαλύτερο όμως αγκάθι παραμένει η καθαρή απόδοση των επενδύσεων. Με δεδομένο το αυξημένο κόστος κατασκευής (λόγω ύψους, υποδομών, πιθανής αποθήκευσης), πολλοί τεχνικοί σύμβουλοι εκτιμούν ότι η ταρίφα των 65 €/MWh δεν επαρκεί χωρίς κάποια μορφή επιδότησης.
Υπολογισμοί της αγοράς κάνουν λόγο για περιόδους απόσβεσης που πλησιάζουν ή και ξεπερνούν τα 10 χρόνια, σε μια συγκυρία όπου το κόστος χρηματοδότησης έχει αυξηθεί και η ρευστότητα στον αγροτικό χώρο είναι περιορισμένη.
Η θεσμοθέτηση των αγροβολταϊκών είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα βήμα προς τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αγροτικής παραγωγής και την καλύτερη αξιοποίηση της γης σε μια εποχή κλιματικής κρίσης.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν πηγές της αγοράς, το αν η ιδέα θα μετατραπεί σε πραγματικές επενδύσεις ή θα μείνει στα χαρτιά θα κριθεί από τρία στοιχεία:
- αν θα αναθεωρηθεί η ταρίφα σε επίπεδα που αντανακλούν το πραγματικό κόστος,
- αν θα υπάρξει σαφέστερο και ευέλικτο τεχνικό πλαίσιο,
- και αν το κράτος θα στηρίξει με ουσιαστικά εργαλεία (επιδότηση, γρήγορες συνδέσεις, λιγότερη γραφειοκρατία) τους αγρότες που θέλουν να μπουν σε αυτή τη νέα εποχή. Μέχρι τότε, οι παραγωγοί παρακολουθούν προσεκτικά, αλλά και με αρκετή δόση επιφύλαξης.