Αντιμέτωποι με ένα παγκόσμιο περιβάλλον διαρκών αλλαγών και εντεινόμενων προκλήσεων, οι επιχειρηματίες στη χώρα μας ανησυχούν για την επιβάρυνση του κόστους, αλλά εξακολουθούν να επενδύουν, δίνοντας έμφαση στην καινοτομία. Παράλληλα, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα επιχειρηματικότητας της ΕΥ Ελλάδος, EY Entrepreneurship Barometer Ελλάδα 2025, σχεδιάζουν προσλήψεις, αλλά δυσκολεύονται να βρουν υποψήφιους με τις απαραίτητες δεξιότητες και εμπειρία.
Η έρευνα με τίτλο «Διαρκής αβεβαιότητα ή ευκαιρία για καινοτομία και ανάπτυξη; Αποκωδικοποιώντας το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον», πραγματοποιήθηκε μεταξύ 6 Φεβρουαρίου και 17 Μαρτίου 2025, με τη συμμετοχή 135 επιχειρηματιών από όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας επιχειρηματικότητας της ΕΥ για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), στην οποία συμμετείχαν 16 χώρες.
Οι επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι τον αρνητικότερο αντίκτυπο στη χρηματοοικονομική ασφάλεια της επιχείρησής τους κατά το επόμενο 12μηνο θα έχουν τα υψηλότερα λειτουργικά (83%) και εργατικά κόστη (81%), αναδεικνύοντας την ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση κόστους και προσαρμοστικές στρατηγικές τιμολόγησης για τη διατήρηση της οικονομικής σταθερότητας. Εμφανίζονται μοιρασμένοι ως προς τις τρέχουσες συνθήκες για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, με το 41% να τις θεωρούν ως «ευνοϊκές» και το 39% ως «μη ευνοϊκές». Αυτή η εικόνα συγκρίνεται θετικά με το σύνολο της CESA, όπου μόνο 24% τις θεωρούν ευνοϊκές.
Ως σημαντικότερα εμπόδια για την επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αναδεικνύονται η γραφειοκρατία και η πολυπλοκότητα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (77%), καθώς και η έλλειψη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού (50%).
Οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα προγραμματίζουν επενδύσεις σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ομολόγους τους στην περιοχή CESA τους επόμενους 12 μήνες, με έμφαση στις αναβαθμίσεις ή τα νέα συστήματα και εφαρμογές λογισμικού πληροφορικής (65%) και την αγορά ή αναβάθμιση εξοπλισμού ή μηχανημάτων (62%). Θα επενδύσουν, επίσης, και στη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων (45%). Ωστόσο, ο οικονομικός κίνδυνος και η αβεβαιότητα της αγοράς από τη μία (45%), και η γεωπολιτική αστάθεια (41%) από την άλλη, θα μπορούσαν να εμποδίσουν αυτά τα σχέδια. Για δύο στους τρεις επιχειρηματίες (66%), η επανεπένδυση κερδών και ιδίων κεφαλαίων αποτελεί την κύρια πηγή χρηματοδότησης, ενώ μόνο 19% στηρίζονται, κυρίως, στον τραπεζικό δανεισμό.
Οι επιχειρηματίες του δείγματος φαίνεται να συνειδητοποιούν τον κρίσιμο ρόλο της καινοτομίας για την ανάπτυξη νέων προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών, που θα ανταποκρίνονται στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις των καταναλωτών, αλλά και την ενίσχυση της λειτουργικής αποδοτικότητας, μέσω της βελτίωσης των εσωτερικών διαδικασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, τους επόμενους 12 μήνες θα εστιάσουν, κυρίως, στην καινοτομία προϊόντος (59%), αλλά και στην οργανωτική καινοτομία (54%).
Οι επιχειρηματίες έχουν υψηλές προσδοκίες από την Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), με τρεις στους τέσσερις (76%) να εκτιμούν ότι θα ενισχύσει σημαντικά τις επιχειρησιακές λειτουργίες και την παραγωγικότητα των οργανισμών τους. Αναμένουν, επίσης, ότι θα βελτιωθεί η ποιότητα και η ταχύτητα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων (49%), θα μειωθεί το εργατικό κόστος, μέσω της αυτοματοποίησης των εργασιών ρουτίνας (48%), αλλά και η συχνότητα εμφάνισης σφαλμάτων, με τη βελτίωση του ποιοτικού ελέγχου (46%).
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις του δείγματος στην Ελλάδα δεν έχουν προχωρήσει, μέχρι σήμερα, στις απαραίτητες επενδύσεις. Ένας στους τέσσερις επιχειρηματίες (27%) δηλώνει ότι η εταιρεία του δεν έχει πραγματοποιήσει καμία επένδυση στην ΑΙ την τελευταία τριετία, ενώ μόλις 5% έχουν επενδύσει πάνω από 250.000 ευρώ. Η εικόνα, πάντως, συγκρίνεται θετικά με το σύνολο της περιοχής CESA, όπου 43% δεν έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις.
Παρά το αρνητικό διεθνές περιβάλλον, οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα εμφανίζονται αποφασισμένοι να αυξήσουν τον αριθμό των εργαζομένων τους. Δύο στους τρεις (67% στην Ελλάδα, έναντι 48% στην περιοχή CESA) σχεδιάζουν προσλήψεις περισσότερων εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης τους επόμενους 12 μήνες, ενώ 18% στη χώρα, έναντι 27% στην περιοχή CESA, σκοπεύουν να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης ή εξωτερικούς συνεργάτες. Η ισχυρότερη πρόθεση προσλήψεων περισσότερων εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στο ελληνικό δείγμα καταγράφεται μεταξύ των εταιρειών τεχνολογίας (85%).
Ωστόσο, τρεις στους τέσσερις Έλληνες επιχειρηματίες που συμμετείχαν στην έρευνα (78% - το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του δείγματος) δυσκολεύονται να βρουν υποψήφιους με τις απαραίτητες δεξιότητες, και τρεις στους πέντε (61%) υποψήφιους με την απαιτούμενη εμπειρία, επιβεβαιώνοντας τις διαπιστώσεις προηγούμενων ερευνών της ΕΥ για το σημαντικό χάσμα δεξιοτήτων που καταγράφεται στη χώρα.
Παρά την κινητικότητα που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα στο πεδίο των συγχωνεύσεων και εξαγορών, η πλειοψηφία των επιχειρηματιών του δείγματος (58%) δεν θεωρεί πιθανή την πώληση μέρους της επιχείρησης μέσα στον επόμενο χρόνο, υποδηλώνοντας μία επιφυλακτική στάση απέναντι στις αλλαγές ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Δημοφιλέστερες επιλογές όσον αφορά την αποχώρηση των σημερινών μετόχων από την ιδιοκτησία εμφανίζονται η πώληση σε επενδυτές ή funds (48%) και η πώληση σε άλλη εταιρεία (41%), ενώ 38% προκρίνουν τη μεταβίβαση της επιχείρησης μέσω οικογενειακής κληρονομιάς, υπογραμμίζοντας τη σημασία που έχουν οι πολιτισμικές αξίες και η οικογενειακή παράδοση και συνέχεια, κατά τον σχεδιασμό της διαδοχής. Την πώληση σε επενδυτές ή funds εξετάζουν, κυρίως, οι επιχειρήσεις καταναλωτικών προϊόντων και τεχνολογίας, ενώ τη μεταβίβαση μέσω οικογενειακής κληρονομιάς οι βιομηχανίες.
Οικογενειακές επιχειρήσεις: Η διαχείριση της διαδοχής κορυφαία πρόκληση
Το 62% των επιχειρηματιών που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι εκπροσωπούν μία οικογενειακή επιχείρηση. Βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν αυτοί οι επιχειρηματίες, σε σύγκριση με τις μη οικογενειακές επιχειρήσεις, αποτελούν η εξασφάλιση ισορροπίας μεταξύ οικογενειακών και επιχειρηματικών συμφερόντων (54%) και ο σχεδιασμός της διαδοχής και της μετάβασης από γενιά σε γενιά (52%).
Ωστόσο, μόνο ένας στους τρεις εκπροσώπους οικογενειακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα (32%) ανέφερε ότι διαθέτει ένα επίσημο σχέδιο διαδοχής, ενώ μόλις 6% έχουν αναθέσει τον σχεδιασμό της διαδοχής σε εξωτερικούς συμβούλους. Η πλειοψηφία φαίνεται να διαχειρίζεται τη διαδοχή χωρίς ένα σαφώς δομημένο πλαίσιο, συζητώντας για το ζήτημα ανεπίσημα ως οικογένεια (37%), ενώ 19% δήλωσαν ότι δεν έχουν ασχοληθεί ακόμη με τον σχεδιασμό της διαδοχής.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ