Στην Ελλάδα της… βασιλείας του λαϊκισμού, του ανορθολογισμού και των στρεβλώσεων κάθε είδους, έχει εγκαθιδρυθεί μια νοοτροπία σχεδόν… σοβιετίας, που λέει ότι το κράτος υποχρεώνεται να παρέχει υπηρεσίες πρώτης ανάγκης σε σχεδόν συμβολικές τιμές από την πλευρά της συμμετοχής των πολιτών.
Πρόκειται για μια νοοτροπία που διαιωνίζεται όπως διαιωνίζονται αντίστοιχες στρεβλές πολιτικές στο θέμα της αγροτικής και γεωργικής πολιτικής, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις να «τρέμουν» το πολιτικό κόστος, οδηγώντας σε πρακτικές κράτους – κονσομασιόν, σε πολλά επίπεδα.
Η διατήρηση εξαιρετικά χαμηλών τιμολογίων νερού στην Ελλάδα δεν αποτελεί ένδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, αλλά δομική στρέβλωση. Η χώρα διαθέτει το φθηνότερο νερό στην Ευρώπη, γεγονός που ενθαρρύνει τη σπατάλη, υποβαθμίζει την αξία ενός στρατηγικού φυσικού πόρου και ακυρώνει κάθε κίνητρο για ορθολογική χρήση.
Ταυτόχρονα, τα χαμηλά τιμολόγια στερούν από τις επιχειρήσεις ύδρευσης τους απαραίτητους πόρους για τη συντήρηση και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, τα οποία σε πολλές περιοχές εμφανίζουν υψηλές απώλειες και παλαιότητα δεκαετιών. Η υποεπένδυση μετατρέπεται έτσι σε φαύλο κύκλο: φθηνό νερό, ανεπαρκείς υποδομές, αυξημένες διαρροές και τελικά μεγαλύτερη πίεση στους υδατικούς πόρους.
Σε ένα περιβάλλον κλιματικής αλλαγής, συχνότερων ξηρασιών και αυξανόμενης λειψυδρίας, το νερό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ανεξάντλητο αγαθό. Η αναπροσαρμογή των τιμολογίων, με κοινωνικά στοχευμένες δικλίδες προστασίας για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ώστε να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις, να μειωθεί η σπατάλη και να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος ύδρευσης στο μέλλον.
Η πραγματική κοινωνική πολιτική δεν βρίσκεται στη διατήρηση τεχνητά χαμηλών τιμών, αλλά στη διασφάλιση ότι το νερό θα παραμείνει διαθέσιμο, ποιοτικό και επαρκές για όλους, και στις επόμενες γενιές.
Το φθηνότερο νερό στην Ευρώπη
Η διατήρηση εξαιρετικά χαμηλών τιμολογίων νερού στην Ελλάδα δεν αποτελεί κοινωνική κατάκτηση, αλλά μια διαχρονική απόκλιση από τις ευρωπαϊκές πρακτικές. Η Ελλάδα διαθέτει το φθηνότερο νερό στην Ευρώπη, την ώρα που στις περισσότερες χώρες - μέλη η τιμολόγηση αντανακλά το πραγματικό κόστος άντλησης, επεξεργασίας, διανομής και – κυρίως – προστασίας του υδατικού πόρου. Η αρχή της «ανάκτησης κόστους», όπως προβλέπεται από την ευρωπαϊκή οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα, εφαρμόζεται συστηματικά στον ευρωπαϊκό Βορρά και Νότο, όχι όμως στην Ελλάδα.
Τι γίνεται διεθνώς
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το νερό τιμολογείται σε επίπεδα πολλαπλάσια των ελληνικών, με έντονη κλιμάκωση ανάλογα με την κατανάλωση. Το αποτέλεσμα είναι χαμηλότερη κατά κεφαλήν χρήση, υψηλής ποιότητας δίκτυα και περιορισμένες απώλειες. Στη Δανία, όπου το νερό θεωρείται στρατηγικός και σπάνιος πόρος, τα τιμολόγια ενσωματώνουν περιβαλλοντικούς φόρους, χρηματοδοτώντας επενδύσεις και λειτουργώντας αποτρεπτικά απέναντι στη σπατάλη.
Ακόμη και σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, με παρόμοια κλιματικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, η τιμολόγηση είναι σαφώς αυστηρότερη. Στην Ισπανία, η οποία αντιμετωπίζει έντονα φαινόμενα λειψυδρίας, εφαρμόζονται αυστηρά κλιμακωτά τιμολόγια, με υψηλές χρεώσεις στις μεγάλες καταναλώσεις και σαφή στόχο τον περιορισμό της υπερβολικής χρήσης. Στην Ιταλία, οι αυξήσεις στα τιμολόγια συνοδεύτηκαν από εκτεταμένα επενδυτικά προγράμματα αναβάθμισης δικτύων, μειώνοντας τις απώλειες και βελτιώνοντας την ασφάλεια εφοδιασμού.
Αντίθετα, το ελληνικό μοντέλο χαμηλών χρεώσεων στερεί από τις επιχειρήσεις ύδρευσης τους αναγκαίους πόρους για συντήρηση και εκσυγχρονισμό. Παλαιωμένα δίκτυα, υψηλές διαρροές και περιορισμένες επενδύσεις συνθέτουν έναν φαύλο κύκλο, όπου το φθηνό νερό οδηγεί τελικά σε μεγαλύτερη σπατάλη και αυξημένη πίεση στους υδατικούς πόρους.