Καθώς η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, της υπεράντλησης και της ανεπαρκούς διαχείρισης υδάτινων πόρων, η ανάγκη για βιώσιμες λύσεις γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Η αφαλάτωση - μια τεχνολογία που μέχρι πρότινος θεωρούνταν εξεζητημένη και «πολυτέλεια», - έρχεται πλέον δυναμικά στο προσκήνιο, με το κράτος να επενδύει σε δεκάδες νέα έργα που φιλοδοξούν να καλύψουν τις ανάγκες των νησιών και όχι μόνο.
Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στις 20 χώρες (19η θέση) με τη μεγαλύτερη απειλή λειψυδρίας διεθνώς. Η ζήτηση για πόσιμο νερό αυξήθηκε κατά 139% μέσα σε δύο δεκαετίες, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν το 50% του νερού χάνεται λόγω διαρροών σε πεπαλαιωμένα δίκτυα.
Ο κρατικός μηχανισμός, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο εξήγγειλε την Τετάρτη ένα φιλόδοξο αλλά ολίγον… χαοτικό Εθνικό Σχέδιο Υδάτων. Στόχος είναι να εξορθολογίσει τη διαχείριση των υδάτινων πόρων, να μειώσει τις απώλειες και να αυξήσει τη διαθεσιμότητα νερού, ιδίως στις πλέον επιβαρυμένες περιοχές — όπως η νησιωτική Ελλάδα και η Αττική.
Η αφαλάτωση ως εθνική στρατηγική
Σύμφωνα με παλαιότερη έρευνα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην Ελλάδα έχουν «στηθεί» συνολικά 256 μονάδες αφαλάτωσης δυναμικότητας 162,909 m3/ημέρα, όμως με τα χρόνια αρκετές εξ αυτών είναι εκτός λειτουργίας, για διάφορους λόγους. Επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν, καθώς αρκετές ήταν εξαιρετικά μικρής δυναμικότητας. Πρόσφατες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι πλέον η Ελλάδα διαθέτει περισσότερες από 150–160 λειτουργικές μονάδες, με παραγωγή άνω των 150.000 m³/ημέρα.
Πάντως, στα νησιά του Αιγαίου, όπου υπάρχει και η μεγαλύτερη ανάγκη, λειτουργούν 57 μονάδες. Τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα είναι σε Σύρο (20.000 m³/ημέρα) και Μύκονο (8.000 m³/ημέρα), που ενισχύουν σημαντικά την αυτάρκεια σε νερό, ειδικά την τουριστική περίοδο.
Ταυτόχρονα, τουλάχιστον 15 νέα έργα αφαλάτωσης προγραμματίζονται σε άνυδρες νησιωτικές περιοχές έως το 2027, μέσω χρηματοδότησης από το ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης. Παράλληλα, η ΕΕ έχει ήδη εγκρίνει μικρότερες μονάδες σε περιοχές όπως η Ηρακλειά, η Νάξος και η Κύθνος, με στόχο την κάλυψη αναγκών σε ποιότητα και ποσότητα νερού.
Το μεγάλο project στο Λαύριο: Υδροδότηση με "ενεργειακή προίκα"
Το πιο φιλόδοξο σχέδιο βρίσκεται στην Ανατολική Αττική: μονάδα αφαλάτωσης στο Λαύριο, με προβλεπόμενη δυναμικότητα 150.000 m³/ημέρα - περίπου το 75% των σημερινών αναγκών της Ανατολικής Αττικής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μονάδα στη χώρα και μία από τις μεγαλύτερες στην ΕΕ, με αναμενόμενη κατανάλωση που μπορεί να υπερβεί τις 500-600 MWh/ημέρα σε πλήρη λειτουργία.
Η μονάδα αυτή σχεδιάζεται να συνδεθεί με φωτοβολταϊκό πάρκο 40 MW, που θα καλύπτει μέρος των ενεργειακών της αναγκών μέσω ενεργειακού συμψηφισμού (net metering) ή σύμβασης εικονικού συμψηφισμού. Παράλληλα, εξετάζεται η δυνατότητα αξιοποίησης απορριπτόμενης θερμικής ενέργειας από τη Βιομηχανική Ζώνη Λαυρίου, μέσω συστημάτων ανάκτησης θερμότητας.
Η αφαλάτωση δεν είναι πανάκεια
Παρά τη σημαντική δυναμική, η αφαλάτωση δεν αποτελεί πανάκεια. Η λειτουργία των μονάδων είναι ενεργοβόρα, πολλές βασίζονται ακόμα σε ορυκτά καύσιμα και η διαχείριση της παραγόμενης άλμης δημιουργεί περιβαλλοντικά ζητήματα στις θαλάσσιες περιοχές. Η αφαλάτωση, κυρίως με αντίστροφη όσμωση (RO), αποτελεί τη βασική τεχνολογική επιλογή για την Ελλάδα, ειδικά στα άνυδρα νησιά.
Σύμφωνα με τα δεδομένα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κάθε κυβικό μέτρο αφαλατωμένου νερού απαιτεί 2,5 έως 4,5 kWh ενέργειας, ανάλογα με την τεχνολογία, την ποιότητα της εισερχόμενης θαλασσινής ροής και τις κλιματικές συνθήκες. Για παράδειγμα, μια μέση μονάδα αφαλάτωσης 5.000 m³/ημέρα μπορεί να καταναλώνει έως και 20-25 MWh ημερησίως — ισοδύναμο με την κατανάλωση 600-800 νοικοκυριών.
Με βάση τα σχέδια που βρίσκονται σε εξέλιξη, οι νέες εγκαταστάσεις αφαλάτωσης που σχεδιάζονται μέχρι το 2027 θα μπορούσαν να αυξήσουν τη συνολική ημερήσια κατανάλωση ενέργειας του κλάδου στα 1.000+ MWh, με σημαντικές πιέσεις στα τοπικά δίκτυα, ειδικά στα νησιά.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι χωρίς συνολικό σχεδιασμό - που θα περιλαμβάνει τη μείωση διαρροών, την ανακύκλωση νερού και την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών - τα αποτελέσματα θα είναι περιορισμένα.
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις, η συνολική δυναμικότητα της χώρας σε νερό από αφαλάτωση μπορεί να ξεπεράσει σύντομα τα 350.000 κυβικά μέτρα την ημέρα, εφόσον υλοποιηθούν όλα τα σχεδιαζόμενα έργα. Ωστόσο, το οικονομικό κόστος παραμένει υψηλό, ενώ οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης συχνά αδυνατούν να καλύψουν τις λειτουργικές δαπάνες.
Η πρόκληση
Η πρόκληση είναι διπλή καθώς αφενός πρέπει να εξασφαλιστεί η επάρκεια νερού και αφετέρου να διασφαλιστεί ότι η λύση δεν θα έχει μεγαλύτερο κόστος από το ίδιο το πρόβλημα. Προς αυτή την κατεύθυνση, ο νέος εθνικός σχεδιασμός προβλέπει την ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας των μονάδων, την προώθηση έργων αφαλάτωσης με ΑΠΕ, την επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων λυμάτων για άρδευση και δευτερεύουσες χρήσεις και την αναβάθμιση των υφιστάμενων δικτύων ύδρευσης.
Νησιά: Ενεργειακή αυτάρκεια ή ενεργειακή εξάρτηση;
Η πλειοψηφία των υφιστάμενων μονάδων αφαλάτωσης σε νησιά (Σύρος, Πάρος, Μύκονος, Κίμωλος κ.ά.) τροφοδοτείται από τοπικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, που βασίζονται ακόμα σε ντίζελ και μαζούτ, με σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα και υψηλό κόστος ανά kWh. Πιο συγκεκριμένα, η μονάδα της Σύρου (20.000 m³/ημέρα) καταναλώνει ~90 MWh/ημέρα, ενώ της Μυκόνου καταναλώνει ~36 MWh/ημέρα. Τα κόστη λειτουργίας φτάνουν τα 1,8–2,4 €/m³, με μεγάλο μέρος αυτών να αποδίδονται στην ενέργεια.
Ως απάντηση, αρκετοί νησιωτικοί δήμοι προχωρούν σε υβριδικά έργα αφαλάτωσης και ΑΠΕ (μικρά φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, αποθήκευση ενέργειας). Το μοντέλο αυτό έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στην Ηρακλειά, την Κύθνο και την Τήλο, με στόχο τη μερική ή πλήρη ενεργειακή αυτονόμηση των μονάδων.
Το οικολογικό κόστος της άλμης
Η αφαλάτωση, εκτός από ενεργοβόρα, αφήνει πίσω της και σημαντικές ποσότητες άλμης - ένα υπερσυμπυκνωμένο διάλυμα αλάτων που καταλήγει στη θάλασσα και μπορεί να προκαλέσει μικροκλιματικές διαταραχές και να επιβαρύνει τη θαλάσσια βιοποικιλότητα. Πρόσφατες μελέτες από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου προτείνουν μοντέλα κυκλικής αξιοποίησης της άλμης για εξαγωγή ορυκτών (νάτριο, μαγνήσιο), μειώνοντας έτσι το ενεργειακό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα του συστήματος.
Το ενεργειακό μέλλον της υδροδότησης
Η επιτυχία της στρατηγικής αφαλάτωσης στην Ελλάδα δεν θα κριθεί μόνο σε επίπεδο υδροδοτικής επάρκειας, αλλά κυρίως στην ικανότητά της να ενταχθεί ομαλά και βιώσιμα στο ενεργειακό οικοσύστημα της χώρας.
Η ΕΕ και το ΥΠΕΝ προκρίνουν πλέον την υιοθέτηση πρακτικών όπως ο εξοπλισμός μονάδων με αντλίες υψηλής ενεργειακής απόδοσης και συστήματα ανάκτησης πίεσης, υποχρεωτική συμμόρφωση με δείκτες ενεργειακής απόδοσης (SEC – Specific Energy Consumption), χρηματοδοτική ενίσχυση μέσω ΕΣΠΑ και Ταμείου Ανάκαμψης για μονάδες που συνδέονται με ΑΠΕ κ.α.
Εν κατακλείδι, η αφαλάτωση είναι απαραίτητη - αλλά δεν είναι «δωρεάν». Οι επενδύσεις που σχεδιάζονται στην Ελλάδα για να καλύψουν την ολοένα και πιο πιεστική υδατική ανεπάρκεια, απαιτούν αντίστοιχα σοβαρό ενεργειακό σχεδιασμό. Ο συνδυασμός τους με ΑΠΕ και η ενσωμάτωση στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας δεν αποτελεί επιλογή, αλλά προϋπόθεση. Αν δεν ληφθούν υπόψη οι ενεργειακές παράμετροι, τότε τα έργα αυτά κινδυνεύουν να μετατοπίσουν το πρόβλημα - από το νερό, στο ρεύμα.