Σε τροχιά μπαίνουν τα “πολύχρωμα” τιμολόγια φυσικού αερίου και ήδη φουντώνει η συζήτηση για την τελική τους μορφή, με την αγορά να εκφράζει θετική, επί της αρχής γνώμη, αλλά ζητώντας σημαντικές αλλαγές στην αρχική πρόταση της ΡΑΕΕΥ, καθώς στην πράξη ευθυγραμμίζει το πλαίσιο της προμήθειας φυσικού αερίου με εκείνο της ηλεκτρικής ενέργειας, παρά τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις δύο αγορές ως προς το κανονιστικό τους περιβάλλον.
Σημειώνεται ότι, η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων, σε συνέχεια της από 12.05.2025 πρόσκλησής της, για συμμετοχή στη δημόσια διαβούλευση σχετικά με την επιβολή ρυθμιστικών μέτρων στην προμήθεια φυσικού αερίου, δημοσιοποίησε τις απόψεις συμμετεχόντων στη διαβούλευση, καθώς και το περιεχόμενο των επιστολών που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτής.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της διαβούλευσης οι εταιρείες Metlen, Ηρων, Elpedison, NRG και Volton σε κοινή τους επιστολή προς τη Ρυθμιστική Αρχή τάσσονται υπέρ της εισαγωγής του χρωματικού κώδικα και στα τιμολόγια φυσικού αερίου όπως ισχύει ήδη για τα τιμολόγια ηλεκτρισμού. Τονίζουν, συγκεκριμένα, ότι η εισαγωγή του Χρωματικού Κώδικα κινείται σε θετική κατεύθυνση, καθώς συμβάλλει στην ενίσχυση της διαφάνειας και της κατανόησης των προσφερόμενων προϊόντων από τους καταναλωτές, χωρίς να λειτουργεί ανασταλτικά για τον ανταγωνισμό.
Ωστόσο, οι πέντε εταιρείες αναφέρουν ότι αρκετές από τις προτεινόμενες ρυθμιστικές παρεμβάσεις είναι αυθαίρετες, καθώς δεν συνάδουν με τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας Φυσικού Αερίου. Υπογραμμίζουν, δε, ότι οι νέες ρυθμίσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν στον Κώδικα, ώστε να διατηρείται η απαραίτητη συνοχή του ρυθμιστικού πλαισίου και να αποτρέπονται αποσπασματικές ή αλληλοαναιρούμενες παρεμβάσεις.
Ειδική αναφορά γίνεται στην επιστολή και στο γεγονός ότι οι ρυθμίσεις που προτείνει η ΡΑΑΕΥ ενδεχομένως θα περιορίσουν ή θα αποθαρρύνουν την υιοθέτηση καινοτόμων μεθόδων τιμολόγησης από τους συμμετέχοντες στην αγορά και τονίζεται ότι οι όποιες αλλαγές στο πλαίσιο θα πρέπει να εφαρμοστούν σε νέα προϊόντα και όχι σε όσα είναι ενεργά αυτή τη στιγμή από τις εταιρίες.
Αναλυτικά, σε ό,τι αφορά τα σημεία της πρότασης της ΡΑΑΕΥ που οι πέντε εταιρίες θεωρούν ότι πρέπει να επανεξεταστούν είναι τα εξής:
1. Πεδίο εφαρμογής: Τα υπό διαβούλευση μέτρα δεν θα πρέπει να επιβληθούν σε καταναλωτές που συνδέονται στη Χαμηλή Πίεση και έχουν ετήσια κατανάλωση μεγαλύτερη από 1 GWh/έτος, καθώς και τους Πελάτες της Μέσης και Υψηλής Πίεσης, οι οποίοι συνάπτουν συμβάσεις προμήθειας φυσικού αερίου στο πλαίσιο ελεύθερης διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές. Σύμφωνα με την επιστολή η επιβολή τυποποιημένων ή περιοριστικών ρυθμίσεων σε αυτούς τους καταναλωτές που θα αναιρούσαν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης ή τη διαμόρφωση εμπορικών όρων προσαρμοσμένων στα ειδικά χαρακτηριστικά της κατανάλωσης τους.
2. Απαίτηση ύπαρξης έξυπνου μετρητή: Η προϋπόθεση εγκατάστασης έξυπνου μετρητή για τη διάθεση τιμολογίων βάσει κλιμακίων ή πακέτων κατανάλωσης, δεν συνάδει με τις πραγματικές τεχνικές δυνατότητες των εν λόγω μετρητών. Επί του παρόντος, η μοναδική πρόσθετη λειτουργικότητα που παρέχουν οι έξυπνοι μετρητές είναι η τηλεκαταγραφή της μηνιαίας κατανάλωσης – και όχι η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο. Επιπλέον, η δυνατότητα προσφοράς τιμολογίων με κλιμακώσεις ή πακέτα κατανάλωσης αποτελεί βασικό εργαλείο εμπορικής διαφοροποίησης και ενίσχυσης του ανταγωνισμού και δεν προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση από πλευράς πελατών.
3. Τροποποίηση συμβάσεων: Η ρύθμιση σύμφωνα με την οποία μονομερείς τροποποιήσεις απαγορεύονται στα σταθερά τιμολόγια και επιτρέπονται στα κυμαινόμενα τιμολόγια μετά την πάροδο 6 μηνών μόνο για σπουδαίους λόγους και υπό την προϋπόθεση προηγούμενης έγκρισης της ΡΑΑΕΥ τουλάχιστον δύο μήνες πριν την έναρξη ισχύος τους, δεν προβλέπεται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο .
4. Προφορική σύναψη σύμβασης προμήθειας: Η τηλεφωνική σύναψη συμβάσεων προμήθειας φυσικού αερίου προβλέπεται σαφώς στην ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία του καταναλωτή και η προτεινόμενη απαγόρευση έρχεται σε αντίθεση με τις κείμενες διατάξεις.
5. Ανάκτηση προωθητικών παροχών: Η απαγόρευση ανάκτησης παροχών, όπως τα προσφερόμενα δώρα προσέλκυσης νέων πελατών, συνιστά σημαντικό περιορισμό της εμπορικής ελευθερίας των προμηθευτών και δεν σχετίζεται με τις ρυθμίσεις περί ρητρών πρόωρης αποχώρησης.
6. Διαφημίσεις: Η διαφήμιση αποτελεί μορφή επικοινωνίας που υλοποιείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με σκοπό την προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών του διαφημιζόμενου και την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των καταναλωτών. Η προσυμβατική ενημέρωση παρέχεται σε επόμενο στάδιο, αφού ο καταναλωτής εκδηλώσει ενδιαφέρον και επικοινωνήσει με τον διαφημιζόμενο για περαιτέρω πληροφορίες.
Η Zeniθ
Στο πλαίσιο της Δημόσιας Διαβούλευσης απόψεις καταθέτει και η η Zeniθ, που ως προμηθευτής έχει μακρά εμπειρία και ουσιώδη ρόλο στην ανάπτυξη της αγοράς φυσικού αερίου.
“Κατανοώντας την επιδίωξη σύγκλισης με το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας φρονούμε ότι ορισμένες παρεμβάσεις κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση” αναφέρει και καταθέτει παρατηρήσεις.
Όπως αναφέρει, “θεωρούμε σκόπιμο να ληφθούν υπόψη οι ειδικές λειτουργικές και διαρθρωτικές ιδιαιτερότητες της αγοράς φυσικού αερίου, οι οποίες μπορεί να δικαιολογούν διαφοροποιημένη προσέγγιση. Η αγορά φυσικού αερίου διακρίνεται από έντονη εποχικότητα, δομικά διαφορετικό τρόπο προμήθειας φυσικού αερίου (κυρίως μέσω διμερών συναλλαγών κι όχι τόσο μέσω οργανωμένης χρηματιστηριακής αγοράς) και πρόσφατη απελευθέρωση σε σύγκριση με τον ηλεκτρισμό.
Επιπλέον η υφιστάμενη υποδομή ευφυών μετρητών είναι ανεπαρκής για την καθολική εφαρμογή σχετικών μέτρων, η δε στενή εξομοίωση των δύο αγορών ενδέχεται να παραβλέπει αυτές τις σημαντικές διαφορές· άλλωστε, τόσο ο εθνικός όσο και ο ενωσιακός νομοθέτης [ν. 4001/2011 και Οδηγίες (ΕΕ) 2024/1788, (ΕΕ) 2024/1711] προβλέπουν τη δυνατότητα προσαρμοσμένων ρυθμιστικών λύσεων για το φυσικό αέριο, ανάλογα με το στάδιο ωρίμανσης της αγοράς.
Κατά την άποψή μας, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση θα πρέπει να βασίζεται σε σαφή και τεκμηριωμένη εκτίμηση σκοπιμότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας, όπως ορίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος, τον Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και τις αρχές του ενωσιακού δικαίου περί καλής νομοθέτησης (ιδίως τα άρθρα 5 και 6 της ΣΛΕΕ). Έτι περαιτέρω θεωρούμε ότι οποιαδήποτε νέα ρύθμιση αφορά στην αγορά προμήθειας φυσικού αερίου είναι σκόπιμο να εντάσσεται στον Κώδικα Προμήθειας Φυσικού Αερίου (εφεξής “ΚΠΦΑ”), προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνοχή και η ενιαία εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς και να αποφεύγονται αποσπασματικές ή δυνητικά αντικρουόμενες παρεμβάσεις” τονίζει η εταιρεία.
“Εκτιμούμε επιπλέον ότι για την υιοθέτηση ορισμένων, από τις εν λόγω, ρυθμίσεων απαιτείται ειδικότερη νομοθετική εξουσιοδότηση πέραν αυτής του άρθρου 23 του ν. 4001/2011 δεδομένου ότι θεμελιώδη ζητήματα, όπως η τυπολογία τιμολογίων και οι συμβατικοί όροι, ρυθμίζονται στον ΚΠΦΑ κατ’ εφαρμογή των άρθρων 51 και 85 του νόμου. Συναφώς θα ήταν σκόπιμο να εξεταστούν εναλλακτικές προσεγγίσεις που ενισχύουν την καινοτομία και την ευελιξία. Μια περιοριστική προσέγγιση και υιοθέτηση ρυθμίσεων που ενδέχεται να αναστείλουν την αξιοποίηση τέτοιων εργαλείων θα ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί καθώς ο ν. 4001/2011, στο άρθρο 3 παρ. 4 περ. (δ), επιτάσσει ρητά την προώθηση ενεργειακά αποδοτικών και οικονομικά αποτελεσματικών τιμολογιακών προσεγγίσεων, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση ευφυών συστημάτων μέτρησης και διαχείρισης ενέργειας. Συνεπώς, η όποια ρύθμιση που ενδέχεται να ανακόψει την πρόοδο προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να αξιολογείται ως προς τη συμβατότητά της με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο.”
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων η εταιρεία αναφέρει ότι:
Κυμαινόμενα τιμολόγια
“Η τιμολόγηση προϊόντων κυμαινόμενου τύπου εκτιμούμε ότι δεν μπορεί να συνδέεται υποχρεωτικά με δείκτη της χονδρεμπορικής αγοράς, ενόψει των ιδιαίτερων δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών της αγοράς φυσικού αερίου. Η αγορά φυσικού αερίου, χαρακτηρίζεται από ένα ευρύ φάσμα εφοδιαστικών διαδρομών, συμβατικών σχέσεων, αλλά και μηχανισμών διαμόρφωσης τιμής. Ειδικότερα, το κόστος προμήθειας δύναται να προκύπτει από πλείονες και ετερογενείς πηγές - συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικώς, διμερών συμβάσεων κυμαινόμενου ή σταθερού τιμήματος, μακροχρόνιων συμφωνιών με φόρμουλες που συνδέονται με τιμές πετρελαίου (oil-indexation), καθώς και spot ή βραχυχρόνιων παραδόσεων LNG με ad hoc τιμολόγηση.
Οι επιμέρους πηγές διαφοροποιούνται ουσιωδώς ως προς τη φύση και τη διάρκεια των σχετικών συμφωνιών, τον τιμολογιακό μηχανισμό, το είδος των κινδύνων που αναλαμβάνονται συμβατικά, καθώς και ως προς τις υποδομές (π.χ. απουσία υποδομών μακροχρόνιας αποθήκευσης φυσικού αερίου) και τη γεωγραφική τους κατανομή.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η κατ’ απόλυτο τρόπο επιβολή σύνδεσης με ενιαίο δείκτη τιμής, λ.χ. με δείκτη hub της χονδρεμπορικής αγοράς, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομική και νομική πολυπλοκότητα της αγοράς και ενδέχεται να επιφέρει σοβαρές στρεβλώσεις στη λειτουργία του ανταγωνισμού. Κάτι τέτοιο επιτείνεται και από την έκθεση του προμηθευτή στην υψηλή μεταβλητότητα των εκπροσωπούμενων καταναλώσεων (π.χ. λόγω καιρικού παράγοντα), η οποία συχνά οδηγεί σε βραχυπρόθεσμες διορθώσεις θέσης οι οποίες δεν τελούν σε αναγκαία συνάφεια με συγκεκριμένο δείκτη ή διαπραγματευόμενο προϊόν.
Επιπλέον, κάτι τέτοιο επιτείνεται και από εξατομικευμένους περιορισμούς ελάχιστων ή μέγιστων απολήψεων που υπεισέρχονται στις διμερείς συμβάσεις προμήθειας φυσικού αερίου, οι οποίοι συνδιαμορφώνουν το συνολικό κόστος προμήθειας. Πέραν της προφανούς έλλειψης συμβατικής ευελιξίας, παρόμοια ρύθμιση εγείρει ερωτήματα ως προς τη συμβατότητά της με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) καθώς και με τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας, ιδίως όταν εφαρμόζεται οριζοντίως σε προϊόντα που ενδέχεται να εξυπηρετούν εντελώς διαφορετικές ανάγκες (load-following vs. base load, ασφαλείας εφοδιασμού vs. ευκαιριακών αγορών κ.λπ.). Κατά συνέπεια, κάθε κανονιστική παρέμβαση οφείλει να διατηρεί ρυθμιστικό περιθώριο ευελιξίας και να αποφεύγει την επιβολή ενιαίων, υποχρεωτικών μηχανισμών τιμολόγησης που παραγνωρίζουν τις εμπορικές ιδιαιτερότητες και τις διαφοροποιημένες στρατηγικές προμήθειας των συμμετεχόντων στην αγορά. Αντιθέτως, η ρύθμιση θα πρέπει να εστιάζει στη διασφάλιση διαφάνειας και επαρκούς πληροφόρησης των τελικών καταναλωτών, χωρίς να καθιστά υπερβολικά τυποποιημένες ή ανελαστικές τις συμβατικές επιλογές των μερών.”
Παλαιότερες συμβάσεις
Παράλληλα αναφέρει:
“Τυχόν νέα μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν αποκλειστικά από την ενσωμάτωσή τους στο κανονιστικό πλαίσιο και εφεξής, χωρίς να καταλαμβάνουν υφιστάμενες συμβάσεις προμήθειας. Προς αποφυγή παρερμηνειών και για λόγους νομικής ασφάλειας και ομαλής προσαρμογής της αγοράς, είναι αναγκαίο να καταστεί σαφές ότι οι συμβάσεις αυτές, έως την τυπική λήξη τους, θα συνεχίσουν να διέπονται από το κανονιστικό και συμβατικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψής τους.
Πρόωρη αποχώρηση
Επίσης τονίζει ότι “η δυνατότητα επιβολής ρήτρας πρόωρης αποχώρησης σε σταθερά τιμολόγια, όταν αυτή είναι αναλογική με το πραγματικό κόστος που προκαλεί στον προμηθευτή η πρόωρη λύση της σύμβασης από τον πελάτη, κρίνεται θεμιτή και ευθυγραμμίζεται πλήρως με το ισχύον ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο, όπως αποτυπώνεται μεταξύ άλλων στην Οδηγία (ΕΕ) 2019/944 για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και στην Οδηγία (ΕΕ) 2011/83 για τα δικαιώματα των καταναλωτών που αναγνωρίζει την επιβολή εύλογων και αναλογικών τελών σε περιπτώσεις πρόωρης λύσης συμβάσεων, διασφαλίζοντας την ισορροπία μεταξύ προστασίας των καταναλωτών και λειτουργικής βιωσιμότητας των προμηθευτών.”
Μονομερείς τροποποιήσεις
Σχετικά με τις μονομερείς τροποποιήσεις όρων, η Zeniθ εκτιμά, “ότι το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο αποτελεί μια επαρκώς ισορροπημένη ρύθμιση. Η διατήρησή του κρίνεται σκόπιμη, καθώς εξυπηρετεί ταυτόχρονα τις αρχές της προστασίας του καταναλωτή, της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και της τήρησης των κανόνων του κράτους δικαίου. Ειδικότερα η απαγόρευση με εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις (π.χ. εμπόλεμη κατάσταση), δημιουργεί δυσκαμψία και αντίκειται στη ρύθμιση του άρθρου 29 του ΚΠΦΑ. Κατά την άποψη μας η πρόβλεψη του άρθρου 28 παρ. 3 του ΚΠΦΑ, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση των όρων της σύμβασης προμήθειας για σπουδαίο λόγο, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης και κατάλληλης ενημέρωσης του πελάτη, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση από τη Ρυθμιστική Αρχή, αποτελεί μια ισορροπημένη και λειτουργική ρύθμιση. Η διάταξη αυτή διασφαλίζει επαρκώς τη διαφάνεια και τα δικαιώματα του καταναλωτή, διατηρώντας ταυτόχρονα την αναγκαία ευελιξία των προμηθευτών να ανταποκρίνονται σε σημαντικές και ενίοτε αιφνίδιες μεταβολές του ενεργειακού περιβάλλοντος.
Η προστασία του καταναλωτή ενισχύεται περαιτέρω από τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης σε περίπτωση μη αποδοχής της τροποποίησης, καθώς και από την αρμοδιότητα της Αρχής να εποπτεύει την ορθή τήρηση της διαδικασίας ενημέρωσης και να παρεμβαίνει, όπου απαιτείται, για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης.
Το ισχύον πλαίσιο, επομένως, επιτυγχάνει τη θεμιτή ισορροπία μεταξύ καταναλωτικής προστασίας και εμπορικής ευελιξίας. Αντιθέτως, η προτεινόμενη ρύθμιση εισάγει την απαίτηση προηγούμενης έγκρισης από την Αρχή, όχι μόνο για το διαδικαστικό σκέλος αλλά και για την ουσιαστική βασιμότητα του σπουδαίου λόγου. Η μετατόπιση αυτή της ρυθμιστικής εποπτείας σε πεδία ουσιαστικής εκτίμησης των εμπορικών και νομικών αιτιών μιας τροποποίησης, τα οποία παραδοσιακά υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, εγείρει προβληματισμούς από πλευράς διάκρισης αρμοδιοτήτων και νομικής ασφάλειας. Η έννοια του «σπουδαίου λόγου» αποτελεί καθιερωμένο νομικό όρο, με ευρεία εφαρμογή στους κλάδους του δικαίου και ιδίως στο πεδίο των ενοχικών συμβάσεων.
Πρόκειται για αόριστη νομική έννοια, η οποία έχει σχεδιαστεί ώστε να ερμηνεύεται ανάλογα με τις πραγματικές και νομικές συνθήκες κάθε περίπτωσης, χωρίς περιοριστικά σχήματα ή αποκλειστικά παραδείγματα.”