Προς ολοκλήρωση οδεύει από τη ΡΑΑΕΥ το νέο πλαίσιο τιμολόγησης στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με βασική καινοτομία την εισαγωγή μιας νέας κατηγορίας σταθερών – αλλά πιο ευέλικτων – συμβολαίων, των αποκαλούμενων «κόκκινων» τιμολογίων.
Η ρυθμιστική απόφαση αναμένεται να οριστικοποιηθεί εντός Νοεμβρίου, με τις υπηρεσίες της Αρχής να επεξεργάζονται αυτές τις ημέρες τις τελευταίες λεπτομέρειες. Στόχος είναι το τελικό κείμενο να είναι απολύτως θωρακισμένο, τόσο νομικά όσο και τεχνικά, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος προσφυγών που θα μπορούσαν να ανατρέψουν ή να καθυστερήσουν την εφαρμογή του.
Εφόσον το χρονοδιάγραμμα τηρηθεί, από τον Δεκέμβριο η υφιστάμενη «χρωματική παλέτα» στα τιμολόγια ρεύματος θα εμπλουτιστεί. Μέσω της νέας κατηγορίας, οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας θα μπορούν να προσφέρουν προϊόντα σταθερής χρέωσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τα οποία δεν θα μεταβάλλονται ανάλογα με τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Η φιλοσοφία πίσω από τα «κόκκινα» συμβόλαια είναι να δώσουν σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις ένα επιπλέον εργαλείο προβλεψιμότητας σε μια περίοδο αυξημένης μεταβλητότητας.
Η ΡΑΑΕΥ έχει προτείνει το κόκκινο ως διακριτικό χρώμα της νέας κατηγορίας. Ωστόσο, η επιλογή αυτή έχει εγείρει αντιδράσεις, καθώς αρκετοί πάροχοι επισημαίνουν ότι στο μυαλό του μέσου καταναλωτή το κόκκινο συνδέεται με «συναγερμό», κίνδυνο ή χρέος και εκφράζουν φόβους ότι ενδέχεται να λειτουργήσει αποτρεπτικά, παρά τον σταθερό χαρακτήρα των συγκεκριμένων προϊόντων.
Η στροφή στη σταθερότητα
Παρά τον συμβολισμό του χρώματος, η τάση στην αγορά είναι ξεκάθαρη. Μετά την εμπειρία των έντονων διακυμάνσεων στη χονδρική αγορά το τελευταίο τρίμηνο, όλο και περισσότεροι καταναλωτές αναζητούν σταθερά πακέτα. Τα «μπλε» τιμολόγια, όπως και προϊόντα που μοιάζουν με αυτά που θα ενταχθούν στην κατηγορία των «κόκκινων», κερδίζουν συνεχώς έδαφος.
Η μεγαλύτερη εξάρτηση του ενεργειακού μίγματος από το φυσικό αέριο, εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αποτελεί τον βασικό λόγο των ανατιμήσεων. Την ίδια στιγμή, οι διεθνείς διακυμάνσεις στην τιμή του φυσικού αερίου ενισχύουν το κλίμα αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αναζητούν «ασφαλές λιμάνι» στα σταθερά τιμολόγια.
Τον Ιανουάριο, περίπου 887 χιλιάδες νοικοκυριά – ποσοστό 14,72% του συνόλου – είχαν επιλέξει σταθερό τιμολόγιο. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, τα σταθερά συμβόλαια είχαν φτάσει ήδη τα 1,435 εκατ., ανεβάζοντας το ποσοστό στο 24,08%. Αντίθετα, στα ειδικά «πράσινα» τιμολόγια παραμένει περίπου το 60,74% των καταναλωτών (3,6 εκατ. μετρητές), ενώ τα «κίτρινα» κυμαινόμενα καλύπτουν περίπου το 15,18%.
Ακόμη πιο έντονη είναι η εικόνα στους ιδιώτες προμηθευτές (εκτός ΔΕΗ): το 41% των πελατών τους έχει στραφεί στα σταθερά «μπλε» τιμολόγια, έναντι 26% που παραμένουν στα «πράσινα» και 33% στα «κίτρινα». Η σταθερότητα, όπως φαίνεται, αρχίζει να αποτιμάται περισσότερο από την πιθανότητα χαμηλότερης τιμής με ταυτόχρονο υψηλότερο ρίσκο.
Τρεις μήνες ανόδου στη χονδρική
Το νέο πλαίσιο έρχεται σε μια συγκυρία κατά την οποία οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος ακολουθούν ξανά ανοδική πορεία. Ο Οκτώβριος κατέγραψε τον τρίτο κατά σειρά μήνα αύξησης της μέσης τιμής εκκαθάρισης, δηλαδή του βασικού δείκτη πάνω στον οποίο «χτίζονται» τα κυμαινόμενα τιμολόγια.
Η μέση τιμή διαμορφώθηκε στα 112,36 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), σημειώνοντας άλμα 21,11% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, όταν είχε κλείσει στα 92,77 ευρώ/MWh. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει την ανησυχία για το πώς θα κινηθούν οι λογαριασμοί τους μήνες της χειμερινής αιχμής, καθώς η αυξημένη ζήτηση παραδοσιακά πιέζει προς τα πάνω τις τιμές.
Μπροστά σε αυτή την εικόνα, ορισμένοι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας επιλέγουν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να απορροφήσουν ένα μέρος της επιβάρυνσης, περιορίζοντας την πλήρη μετακύλιση προς τον τελικό καταναλωτή. Κίνηση που, όπως παραδέχονται στελέχη της αγοράς, δεν μπορεί να έχει απεριόριστη διάρκεια, αν οι συνθήκες στη χονδρική δεν σταθεροποιηθούν.
Σε αυτό το περιβάλλον, η νέα «γενιά» τιμολογίων που φέρνει η ΡΑΑΕΥ – με αιχμή τα «κόκκινα» συμβόλαια – είναι μια προσπάθεια εξισορρόπησης ανάμεσα στη λειτουργία της αγοράς και την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.